3,274,313
edits
(2) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[κίσσα]], Α αττ. τ. [[κίττα]])<br />[[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] του είδους Garrulus glandarius, στρουθιόμορφου ξηροβατικού πτηνού, με σκούρο [[χρώμα]], [[μακριά]] [[ουρά]] και [[φωνή]] που όταν γυμναστεί μπορεί να αρθρώσει λέξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κικ</i>-<i>yă</i>. Ηχομιμητική λ. που προήλθε από τη [[μίμηση]] του κρωξίματος τών πουλιών<br />ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>κικ</i>- «[[κίσσα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>kiki</i>, <i>kikidivi</i> «[[είδος]] κίσσας», αγγλοσαξ. <i>higora</i> «[[κίσσα]]») και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>yα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κίλισσα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κιλικ</i>-<i>yᾱ</i>). | |mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[κίσσα]], Α αττ. τ. [[κίττα]])<br />[[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] του είδους Garrulus glandarius, στρουθιόμορφου ξηροβατικού πτηνού, με σκούρο [[χρώμα]], [[μακριά]] [[ουρά]] και [[φωνή]] που όταν γυμναστεί μπορεί να αρθρώσει λέξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κικ</i>-<i>yă</i>. Ηχομιμητική λ. που προήλθε από τη [[μίμηση]] του κρωξίματος τών πουλιών<br />ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>κικ</i>- «[[κίσσα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>kiki</i>, <i>kikidivi</i> «[[είδος]] κίσσας», αγγλοσαξ. <i>higora</i> «[[κίσσα]]») και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>yα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κίλισσα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κιλικ</i>-<i>yᾱ</i>).<br /><b>(II)</b><br />η (AM [[κίσσα]], Α αττ. τ. [[κίττα]])<br />η [[ιδιομορφία]] της όρεξης τών εγκύων που [[είτε]] επιθυμούν [[είτε]] αποστρέφονται ορισμένα φαγητά («ταῑς κυούσαις ἡ [[κίσσα]] γίγνεται», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] υποχωρητικό παράγωγο του ρ. [[κισσάω]] / -<i>ῶ</i> «[[επιθυμώ]] σφοδρά», το οποίο αναφέρεται στις επιθυμίες τών έγκυων [[γυναικών]] και χρησιμοποιείται μεταφορικά με τη [[σημασία]] «[[συλλαμβάνω]] [[παιδί]]». Το ρ. [[κισσάω]] [[είναι]] μετονοματικό παρ. της λ. [[κίσσα]] (Ι), πτηνού γνωστού για τη [[λαιμαργία]] του («[[ὄρνεον]] ἀδηφάγον καὶ παμφάγον», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |