Anonymous

κάλος: Difference between revisions

From LSJ
19 bytes removed ,  8 January 2019
m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
(2b)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάλος]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κάλως]].———————— <b>(II)</b><br />και [[κάλλος]], ὁ<br /><b>1.</b> περιγεγραμμένη [[υπερκεράτωση]] του δέρματος, συν. τών [[άκρων]], [[τύλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τον πάτησα στον κάλο» — τον έθιξα στο πιο ευπαθές [[σημείο]]<br />β) «έχει κάλο (στον εγκέφαλο)» — [[είναι]] [[ανόητος]], [[είναι]] [[παράλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>callo</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>callus</i> ή <i>callum</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάλος]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κάλως]].<br /><b>(II)</b><br />και [[κάλλος]], ὁ<br /><b>1.</b> περιγεγραμμένη [[υπερκεράτωση]] του δέρματος, συν. τών [[άκρων]], [[τύλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τον πάτησα στον κάλο» — τον έθιξα στο πιο ευπαθές [[σημείο]]<br />β) «έχει κάλο (στον εγκέφαλο)» — [[είναι]] [[ανόητος]], [[είναι]] [[παράλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>callo</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>callus</i> ή <i>callum</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm