3,274,216
edits
(19) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το<br /><b>1.</b> [[πυροβόλο]], [[τηλεβόλο]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[βολή]] πυροβόλου, [[κανονίδι]], [[κανονιά]] («τη [[νύχτα]] ακούστηκαν κανόνια»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «έριξε [[κανόνι]]» ή «έσκασε [[κανόνι]]» ή «βάρεσε [[κανόνι]]» — αρνείται να πληρώσει, αδυνατεί ή δεν θέλει να ξοφλήσει τα χρέη του, κήρυξε [[πτώχευση]], χρεωκόπησε<br />β) «το 'σκασε [[κανόνι]]»<br />([[ιδίως]] για μαθητές) απουσίασε αδικαιολόγητα από την [[εργασία]]<br />γ) «έφαγε το [[κανόνι]]» ή «το' φάγε» — απέτυχε στις εξετάσεις, απορρίφθηκε<br />δ) «[[είναι]] [[κανόνι]]» — [[είναι]] πολύ [[ικανός]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> βεν. <i>canon</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>canna</i> «[[καλάμι]]» <span style="color: red;"><</span> αρχ. ελλ. [[κάννα]] «[[καλάμι]]». Η λ. μαρτυρείται από το 1772 στον Ευγένιο Βούλγαρι]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />το<br /><b>1.</b> [[πυροβόλο]], [[τηλεβόλο]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[βολή]] πυροβόλου, [[κανονίδι]], [[κανονιά]] («τη [[νύχτα]] ακούστηκαν κανόνια»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «έριξε [[κανόνι]]» ή «έσκασε [[κανόνι]]» ή «βάρεσε [[κανόνι]]» — αρνείται να πληρώσει, αδυνατεί ή δεν θέλει να ξοφλήσει τα χρέη του, κήρυξε [[πτώχευση]], χρεωκόπησε<br />β) «το 'σκασε [[κανόνι]]»<br />([[ιδίως]] για μαθητές) απουσίασε αδικαιολόγητα από την [[εργασία]]<br />γ) «έφαγε το [[κανόνι]]» ή «το' φάγε» — απέτυχε στις εξετάσεις, απορρίφθηκε<br />δ) «[[είναι]] [[κανόνι]]» — [[είναι]] πολύ [[ικανός]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> βεν. <i>canon</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>canna</i> «[[καλάμι]]» <span style="color: red;"><</span> αρχ. ελλ. [[κάννα]] «[[καλάμι]]». Η λ. μαρτυρείται από το 1772 στον Ευγένιο Βούλγαρι].<br /><b>(II)</b><br />το (AM [[κανόνιον]], Μ και [[κανόνι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[κανόνας]], [[λεπτό]] [[σανίδι]] που καλύπτει τις κυψέλες τών [[μελισσών]]<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> [[είδος]] νεώτερου κρουστού μουσικού οργάνου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ειδικό όργανο που χρησιμοποιούσαν οι τεχνίτες για να ισιώσουν μιαν [[επιφάνεια]], [[υπόδειγμα]]<br /><b>2.</b> μικρό [[σκυλί]], [[κουτάβι]]<br /><b>3.</b> [[εξάρτημα]] του κρεβατιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[ράβδος]] για τη [[μέτρηση]] γραμμών και επιφανειών<br /><b>2.</b> [[διαβήτης]], όργανο μετρήσεως τόξων, μοιρών<br /><b>3.</b> [[σταμίς]].<br /><b>4.</b> [[διάγραμμα]] μαθηματικό για την [[εύρεση]] του [[Πάσχα]]<br /><b>5.</b> <b>μουσ.</b> μονόχορδο μουσικό όργανο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>κανόν</i>-<i>ιον</i> <span style="color: red;"><</span> [[κανών]] «ευθύγραμμη [[ράβδος]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>]. | ||
}} | }} |