3,270,794
edits
(21) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (ΑM [[κοπτικός]], -ή, -όν) [[κόπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να κόβει, αυτός που αναφέρεται στην [[κοπή]] ή στην κοπτική (α. «κοπτικά εργαλεία» β. «κοπτική [[μηχανή]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κοπτική</i><br />η [[τέχνη]] της κοπής υφασμάτων ή [[υποδημάτων]] για [[ράψιμο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φονικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοπτικῶς</i> (Α)<br />φονικά. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (ΑM [[κοπτικός]], -ή, -όν) [[κόπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να κόβει, αυτός που αναφέρεται στην [[κοπή]] ή στην κοπτική (α. «κοπτικά εργαλεία» β. «κοπτική [[μηχανή]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κοπτική</i><br />η [[τέχνη]] της κοπής υφασμάτων ή [[υποδημάτων]] για [[ράψιμο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φονικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοπτικῶς</i> (Α)<br />φονικά.<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό(ν) [[Κόπτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κόπτες και στην Εκκλησία τους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η Κοπτική</i><br />χαμιτοσημιτική [[γλώσσα]] που μιλιόταν στην Αίγυπτο από τον 3ο μ.Χ. αιώνα σε [[αλφάβητο]] που προερχόταν από το Ελληνικό<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «Κοπτική Εκκλησία» — η Εκκλησία τών Κοπτών, [[δηλαδή]] τών χριστιανών της Αιγύπτου, η οποία παραμένει πιστή στην πατερική [[παράδοση]]<br />β) «κοπτική [[μουσική]]» — η [[λειτουργική]] [[μουσική]] τών Κοπτών, [[δηλαδή]] τών απογόνων τών αρχαίων Αιγυπτίων που ασπάστηκαν τον χριστιανισμό [[πριν]] από την ισλαμική [[κατάκτηση]] της Αιγύπτου. | ||
}} | }} |