3,274,107
edits
(17) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἰθύς]], -εῑα, -ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[ευθύς]], [[ίσιος]]<br /><b>2.</b> [[δίκαιος]], [[σωστός]], [[ειλικρινής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐς τὸ ἰθύ» — επί του θέματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) [[ἰθύς]] και <i>ἰθύ</i><br />α) <b>τοπ.</b> [[κατευθείαν]] [[εναντίον]] κάποιου<br />β) <b>χρον.</b> [[αμέσως]], [[ευθύς]], [[παρευθύς]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. στην αιτ. ως επίρρ.) <i>ἰθεῑαν</i><br />[[κατευθείαν]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἰθέῃ τέχνῃ» — [[αμέσως]], [[ευθύς]]<br />β) «ἐκ τῆς ἰθείης» — απευθείας, [[φανερά]], στα ίσα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἰθέως]] (Α)<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[κατευθείαν]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[αμέσως]], [[χωρίς]] [[χρονοτριβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἰθύς]] συνδέεται ετυμολογικά και σημασιολογικά με αρχ. ινδ. <i>s</i><i>ā</i><i>dhu</i>- «[[ευθύς]], [[δίκαιος]]», <i>s</i><i>ā</i><i>dhati</i>, <i>s</i><i>ā</i><i>dhnoti</i> «[[πετυχαίνω]] τον στόχο μου» και ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>se</i>[[i]]<i>dh</i>-, <i>s</i><i>ī</i><i>dh</i>- «[[πετυχαίνω]] [[κατευθείαν]] τον στόχο μου». Ο τ. [[ἰθύς]], όπως και το [[εὐθύς]] με το οποίο συνδέεται, χρησιμοποιήθηκε και ως επίρρ. [[αντί]] τών σπανιότερων τ. <i>ἰθύ</i>, [[ἰθέως]]. Ο τ., [[τέλος]], του υπερθ. του επιρρ. [[ἰθύντατα]] πιθ. να σχηματίστηκε [[κατά]] το ρ. [[ιθύνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιθύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιθύς]] (<i>η</i>), [[ιθύτης]], [[ιθύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ιθύφαλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιθύβιος]], [[ιθυβόλος]], [[ιθύγραμμος]], [[ιθυδίκης]], [[ιθύδικος]], [[ιθυδρόμος]], [[ιθύθριξ]], [[ιθυκέλευθος]], [[ιθυκρήδεμνος]], [[ιθυκτέανος]], [[ιθυκυφής]], [[ιθύκυφος]], [[ιθύλορδος]], [[ιθυμάχος]], [[ιθύνους]], [[ιθυπόρος]], [[ιθυπτίων]], [[ιθύρροπος]], [[ιθυσκόλιος]], [[ιθυτενής]], [[ιθυτμής]], [[ιθύτομος]], [[ιθύτονος]], <i>ιθυτρεχής</i>, [[ιθυφανής]], [[ιθύφρων]], [[ιθυωρίη]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἰθύς]], -εῑα, -ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[ευθύς]], [[ίσιος]]<br /><b>2.</b> [[δίκαιος]], [[σωστός]], [[ειλικρινής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐς τὸ ἰθύ» — επί του θέματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) [[ἰθύς]] και <i>ἰθύ</i><br />α) <b>τοπ.</b> [[κατευθείαν]] [[εναντίον]] κάποιου<br />β) <b>χρον.</b> [[αμέσως]], [[ευθύς]], [[παρευθύς]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. στην αιτ. ως επίρρ.) <i>ἰθεῑαν</i><br />[[κατευθείαν]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἰθέῃ τέχνῃ» — [[αμέσως]], [[ευθύς]]<br />β) «ἐκ τῆς ἰθείης» — απευθείας, [[φανερά]], στα ίσα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἰθέως]] (Α)<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[κατευθείαν]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[αμέσως]], [[χωρίς]] [[χρονοτριβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἰθύς]] συνδέεται ετυμολογικά και σημασιολογικά με αρχ. ινδ. <i>s</i><i>ā</i><i>dhu</i>- «[[ευθύς]], [[δίκαιος]]», <i>s</i><i>ā</i><i>dhati</i>, <i>s</i><i>ā</i><i>dhnoti</i> «[[πετυχαίνω]] τον στόχο μου» και ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>se</i>[[i]]<i>dh</i>-, <i>s</i><i>ī</i><i>dh</i>- «[[πετυχαίνω]] [[κατευθείαν]] τον στόχο μου». Ο τ. [[ἰθύς]], όπως και το [[εὐθύς]] με το οποίο συνδέεται, χρησιμοποιήθηκε και ως επίρρ. [[αντί]] τών σπανιότερων τ. <i>ἰθύ</i>, [[ἰθέως]]. Ο τ., [[τέλος]], του υπερθ. του επιρρ. [[ἰθύντατα]] πιθ. να σχηματίστηκε [[κατά]] το ρ. [[ιθύνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιθύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιθύς]] (<i>η</i>), [[ιθύτης]], [[ιθύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ιθύφαλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιθύβιος]], [[ιθυβόλος]], [[ιθύγραμμος]], [[ιθυδίκης]], [[ιθύδικος]], [[ιθυδρόμος]], [[ιθύθριξ]], [[ιθυκέλευθος]], [[ιθυκρήδεμνος]], [[ιθυκτέανος]], [[ιθυκυφής]], [[ιθύκυφος]], [[ιθύλορδος]], [[ιθυμάχος]], [[ιθύνους]], [[ιθυπόρος]], [[ιθυπτίων]], [[ιθύρροπος]], [[ιθυσκόλιος]], [[ιθυτενής]], [[ιθυτμής]], [[ιθύτομος]], [[ιθύτονος]], <i>ιθυτρεχής</i>, [[ιθυφανής]], [[ιθύφρων]], [[ιθυωρίη]]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἰθύς]], -ύος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[πορεία]] σε [[ευθεία]] [[γραμμή]]<br /><b>2.</b> (γενικώς) [[πορεία]]<br /><b>3.</b> [[πράξη]] που απαιτεί [[ταχεία]] [[εκτέλεση]]<br /><b>4.</b> [[κλίση]], [[διάθεση]], [[επιθυμία]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἀν' ἰθύν» — [[κατευθείαν]] [[προς]] τα [[πάνω]], [[ψηλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[ἰθύς]], από το οποίο διαφοροποιείται (το [[ἰθύς]], <i>η</i> δεν αποτελεί δηλ. ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. [[ἰθύς]]) λόγω του μακρού -<i>υ</i>- της λ. [[έναντι]] του βραχέος του επιθ.]. | ||
}} | }} |