Anonymous

κόκα: Difference between revisions

From LSJ
19 bytes removed ,  8 January 2019
m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
(21)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού Erythroxylum coca του γένους [[ερυθρόξυλο]] ([[οικογένεια]] [[ερυθροξυλίδες]]), από τα φύλλα του οποίου εξάγεται το ναρκωτικό κοκαΐνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. ξεν. προελεύσεως, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>coca</i> <span style="color: red;"><</span> ισπ. <i>coca</i> <span style="color: red;"><</span> <i>kuka</i>, λ. της γλώσσας Κέτσουα του Περού].———————— <b>(II)</b><br />και [[κόκκα]], η (Μ [[κόκα]] και [[κόκκα]])<br /><b>1.</b> [[εντομή]] βέλους όπου μπαίνει η [[χορδή]] του τόξου<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[βέλος]], η σαΐτα του τόξου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κεφάλι]], [[κρανίο]], [[καύκαλο]] («[[είναι]] [[κόκα]] αρβανίτικη» — [[είναι]] [[άνθρωπος]] [[πεισματάρης]], [[ξεροκέφαλος]], που επιμένει στις απόψεις του<br /><b>2.</b> [[εντομή]] [[πάνω]] σε [[ξύλο]] ή μικρό [[χάσμα]] στην [[κόψη]] ενός μαχαιριού ή άλλου οξέος οργάνου, αλλ. κοκ(κ)ιά («αυτό το [[μαχαίρι]] έχει κόκ(κ)ες»)<br /><b>3.</b> [[ξύλινος]] [[πήχυς]] σχισμένος [[κατά]] [[μήκος]] στα δύο, [[πάνω]] στον οποίο χαράσσονταν εντομές [[αντί]] για αριθμούς και που χρησιμοποιούνταν ως [[πρόχειρο]] [[σημειωματάριο]] ή [[κατάστιχο]] σε συναλλαγές, αλλ. [[τσέτουλα]]<br /><b>4.</b> καλαμένιο [[σύνεργο]] για την [[ανέλκυση]] αχινών από τον πυθμένα<br /><b>μσν.</b><br />[[είδος]] μεγάλου πλοίου («τὰ κάτεργα, ἀλλὰ δὴ οἱ κόκκες, τὰ καράβια», Χρον. Mop.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>cocca</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού Erythroxylum coca του γένους [[ερυθρόξυλο]] ([[οικογένεια]] [[ερυθροξυλίδες]]), από τα φύλλα του οποίου εξάγεται το ναρκωτικό κοκαΐνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. ξεν. προελεύσεως, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>coca</i> <span style="color: red;"><</span> ισπ. <i>coca</i> <span style="color: red;"><</span> <i>kuka</i>, λ. της γλώσσας Κέτσουα του Περού].<br /><b>(II)</b><br />και [[κόκκα]], η (Μ [[κόκα]] και [[κόκκα]])<br /><b>1.</b> [[εντομή]] βέλους όπου μπαίνει η [[χορδή]] του τόξου<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[βέλος]], η σαΐτα του τόξου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κεφάλι]], [[κρανίο]], [[καύκαλο]] («[[είναι]] [[κόκα]] αρβανίτικη» — [[είναι]] [[άνθρωπος]] [[πεισματάρης]], [[ξεροκέφαλος]], που επιμένει στις απόψεις του<br /><b>2.</b> [[εντομή]] [[πάνω]] σε [[ξύλο]] ή μικρό [[χάσμα]] στην [[κόψη]] ενός μαχαιριού ή άλλου οξέος οργάνου, αλλ. κοκ(κ)ιά («αυτό το [[μαχαίρι]] έχει κόκ(κ)ες»)<br /><b>3.</b> [[ξύλινος]] [[πήχυς]] σχισμένος [[κατά]] [[μήκος]] στα δύο, [[πάνω]] στον οποίο χαράσσονταν εντομές [[αντί]] για αριθμούς και που χρησιμοποιούνταν ως [[πρόχειρο]] [[σημειωματάριο]] ή [[κατάστιχο]] σε συναλλαγές, αλλ. [[τσέτουλα]]<br /><b>4.</b> καλαμένιο [[σύνεργο]] για την [[ανέλκυση]] αχινών από τον πυθμένα<br /><b>μσν.</b><br />[[είδος]] μεγάλου πλοίου («τὰ κάτεργα, ἀλλὰ δὴ οἱ κόκκες, τὰ καράβια», Χρον. Mop.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>cocca</i>].
}}
}}