Anonymous

ἀφαγνίζω: Difference between revisions

From LSJ
1a
(3)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀφαγνίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i> — Μέσ. αόρ. αʹ <i>-ηγνισάμην</i>· [[εξαγνίζω]] — Μέσ., [[εξαγνίζω]] κάποιον με προσφορές, <i>τοῖς θεοῖς</i>, στους θεούς, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀφαγνίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i> — Μέσ. αόρ. αʹ <i>-ηγνισάμην</i>· [[εξαγνίζω]] — Μέσ., [[εξαγνίζω]] κάποιον με προσφορές, <i>τοῖς θεοῖς</i>, στους θεούς, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[purify]]:— Mid. to [[purify]] [[oneself]] by offerings, τοῖς θεοῖς to the gods, Eur.
}}
}}