Anonymous

ἀνασύρομαι: Difference between revisions

From LSJ
1a
(2)
 
(1a)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνασύρομαι:''' [ῡ], [[τραβώ]] τα ρούχα κάποιου, σε Ηρόδ.· μτχ. παρακ. <i>ἀνασεσυρμένος</i>, [[αισχρός]], [[ακόλαστος]], [[κακοήθης]], σε Θεόφρ.
|lsmtext='''ἀνασύρομαι:''' [ῡ], [[τραβώ]] τα ρούχα κάποιου, σε Ηρόδ.· μτχ. παρακ. <i>ἀνασεσυρμένος</i>, [[αισχρός]], [[ακόλαστος]], [[κακοήθης]], σε Θεόφρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[pull]] up one's [[clothes]], Hdt.; perf. [[part]]. ἀνασεσυρμένος [[obscene]], Theophr.
}}
}}