3,277,119
edits
(2) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑΜ [[μήτρα]], Α ιων. τ. [[μήτρη]])<br />[[κοίλο]] μυώδες όργανο του γυναικείου γεννητικού συστήματος με προορισμό τη [[φιλοξενία]] του γονιμοποιημένου ωαρίου ώς την τέλεια ανάπτυξή του, [[καθώς]] και την εξώθησή του [[κατά]] τη [[λήξη]] της κύησης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> [[κοίλο]] [[εξάρτημα]] που χρησιμοποιείται στις διαδικασίες διαμόρφωσης εύτηκτων μετάλλων και πλαστικών, [[τύπος]], κν. [[φόρμα]], [[καλούπι]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> i) [[ιστός]] μεμβράνας που περιβάλλει το [[περίδιο]] τών βασιδιομηκύτων<br />ii) [[σπόρος]] στη γη από τον οποίο βλαστάνει το [[φυτό]]<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> εσωτερική ίνα σχοινιού που [[γύρω]] της πλέκονται οι υπόλοιπες ίνες του, κν. [[κολαούζος]]<br /><b>4.</b> <b>μαθημ.</b> [[πίνακας]] με στοιχεία ή αριθμούς, μιγαδικούς ή πραγματικούς, διατεταγμένους σε γραμμές και στήλες, ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται στα [[μαθηματικά]] και στην [[επεξεργασία]] δεδομένων με ηλεκτρονικούς υπολογιστές<br /><b>5.</b> <b>(τυπογρ.)</b> ορειχάλκινο [[καλούπι]] που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα και [[μέσα]] στο οποίο κατασκευάζονταν τα χυτά γράμματα που επρόκειτο να τυπωθούν<br /><b>6.</b> <b>(πετρογρ.)</b> το υλικό [[μέσα]] στο οποίο [[είναι]] ενσωματωμένο ένα [[άλλο]] υλικό<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἄνοιγμα]] μήτρας» <br />α) [[τέκνο]]<br />β) πρωτότοκο ανθρώπου ή ζώου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κοιλιά]] σφαγίου, και [[ιδίως]] του χοίρου, ως [[έδεσμα]]<br /><b>2.</b> ο [[τράχηλος]] της μήτρας<br /><b>3.</b> η [[εντεριώνη]] του φυτού, το εσώτατο [[μέρος]] του βλαστού ή της ρίζας, η [[καρδιά]], η [[ψίχα]]<br /><b>4.</b> η [[βασίλισσα]] τών [[σφηκών]] ή τών [[μελισσών]], σε [[αντιδιαστολή]] με τους εργάτες<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[αρχή]] ή [[πηγή]]<br /><b>6.</b> [[μάνταλο]], [[μοχλός]] θύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μη</i>- του [[μήτηρ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ρήτρα]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑΜ [[μήτρα]], Α ιων. τ. [[μήτρη]])<br />[[κοίλο]] μυώδες όργανο του γυναικείου γεννητικού συστήματος με προορισμό τη [[φιλοξενία]] του γονιμοποιημένου ωαρίου ώς την τέλεια ανάπτυξή του, [[καθώς]] και την εξώθησή του [[κατά]] τη [[λήξη]] της κύησης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> [[κοίλο]] [[εξάρτημα]] που χρησιμοποιείται στις διαδικασίες διαμόρφωσης εύτηκτων μετάλλων και πλαστικών, [[τύπος]], κν. [[φόρμα]], [[καλούπι]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> i) [[ιστός]] μεμβράνας που περιβάλλει το [[περίδιο]] τών βασιδιομηκύτων<br />ii) [[σπόρος]] στη γη από τον οποίο βλαστάνει το [[φυτό]]<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> εσωτερική ίνα σχοινιού που [[γύρω]] της πλέκονται οι υπόλοιπες ίνες του, κν. [[κολαούζος]]<br /><b>4.</b> <b>μαθημ.</b> [[πίνακας]] με στοιχεία ή αριθμούς, μιγαδικούς ή πραγματικούς, διατεταγμένους σε γραμμές και στήλες, ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται στα [[μαθηματικά]] και στην [[επεξεργασία]] δεδομένων με ηλεκτρονικούς υπολογιστές<br /><b>5.</b> <b>(τυπογρ.)</b> ορειχάλκινο [[καλούπι]] που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα και [[μέσα]] στο οποίο κατασκευάζονταν τα χυτά γράμματα που επρόκειτο να τυπωθούν<br /><b>6.</b> <b>(πετρογρ.)</b> το υλικό [[μέσα]] στο οποίο [[είναι]] ενσωματωμένο ένα [[άλλο]] υλικό<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἄνοιγμα]] μήτρας» <br />α) [[τέκνο]]<br />β) πρωτότοκο ανθρώπου ή ζώου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κοιλιά]] σφαγίου, και [[ιδίως]] του χοίρου, ως [[έδεσμα]]<br /><b>2.</b> ο [[τράχηλος]] της μήτρας<br /><b>3.</b> η [[εντεριώνη]] του φυτού, το εσώτατο [[μέρος]] του βλαστού ή της ρίζας, η [[καρδιά]], η [[ψίχα]]<br /><b>4.</b> η [[βασίλισσα]] τών [[σφηκών]] ή τών [[μελισσών]], σε [[αντιδιαστολή]] με τους εργάτες<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[αρχή]] ή [[πηγή]]<br /><b>6.</b> [[μάνταλο]], [[μοχλός]] θύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μη</i>- του [[μήτηρ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ρήτρα]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[μήτρα]], ἡ (Α) <b>συν. στον πληθ.</b> <i>αἱ μήτραι</i><br />τα κτηματολόγια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μήτρα]] ανάγεται πιθ. σε μακρόφωνη ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ē</i>- «[[μετρώ]], [[υπολογίζω]], [[σταθμίζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[μέτρο]], [[μῆτις]]) και αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ā</i><i>tr</i><i>ā</i>- «[[μέτρο]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ίσως πρόκειται για λ. σχηματισμένη ή παραγωγικά ή κατ' [[επίδραση]] τών [[μήτηρ]], <i>μητρῷον</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |