Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυλλός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "————————" to "<br />"
(26)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μυλλός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μυλλόν<br />καμπύλον, σκολιόν, κυλλόν, στρεβλόν»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Ευστ.</b>) «τὸν διεστραμμένον τὴν ὄψιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. <i>μυλλῶ</i> ή [[μυλλαίνω]] (<span style="color: red;"><</span> [[μύλλον]] «[[χείλος]]»), [[παρά]] το ότι η σημ. της λ. απομακρύνεται αρκετά από τη σημ. «[[χείλος]]»].———————— <b>(II)</b><br />[[μυλλός]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] πλακούντα που παρασκεύαζαν [[κατά]] τα Θεσμοφόρια με [[σουσάμι]] και [[μέλι]] σε [[σχήμα]] γυναικείου εφηβαίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. [[μύλλω]] «[[συντρίβω]], συνουσιάζομαι» (<b>πρβλ.</b> [[μυλλάς]]), που συνδέεται πιθ. και με τη λ. [[μύλλον]] «[[χείλος]]», λόγω της μορφικής συσχέτισης του με το γυναικείο [[αιδοίο]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μυλλός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μυλλόν<br />καμπύλον, σκολιόν, κυλλόν, στρεβλόν»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Ευστ.</b>) «τὸν διεστραμμένον τὴν ὄψιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. <i>μυλλῶ</i> ή [[μυλλαίνω]] (<span style="color: red;"><</span> [[μύλλον]] «[[χείλος]]»), [[παρά]] το ότι η σημ. της λ. απομακρύνεται αρκετά από τη σημ. «[[χείλος]]»].<br /> <b>(II)</b><br />[[μυλλός]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] πλακούντα που παρασκεύαζαν [[κατά]] τα Θεσμοφόρια με [[σουσάμι]] και [[μέλι]] σε [[σχήμα]] γυναικείου εφηβαίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. [[μύλλω]] «[[συντρίβω]], συνουσιάζομαι» (<b>πρβλ.</b> [[μυλλάς]]), που συνδέεται πιθ. και με τη λ. [[μύλλον]] «[[χείλος]]», λόγω της μορφικής συσχέτισης του με το γυναικείο [[αιδοίο]]].
}}
}}