Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μῆδος: Difference between revisions

From LSJ
18 bytes removed ,  9 January 2019
m
Text replacement - "————————" to "<br />"
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[Μηδίς]] (Α Μῆδος, θηλ. [[Μηδίς]] και Μήδισσα, Μ [[Μήδιος]])<br />ο [[κάτοικος]] της Μηδίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Μηδία</i>. Το θηλ. [[Μηδίς]] <span style="color: red;"><</span> <i>Μῆδος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Ελλην</i>-<i>ίς</i>)].<br /><b>(I)</b><br />[[μῆδος]], τὸ (Α)<br />(μόνο στον πληθ.) <i>τὰ [[μήδεα]]<br />α) σκέψεις, βουλεύματα, [[ιδίως]] πονηρά τεχνάσματα («ἄνδρα φέρουσα θεοῑς ἐναλίγκια μήδε' ἔχοντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) φροντίδες, μέριμνες («[[ἀλλά]] με σός τε [[πόθος]] σά τε [[μήδεα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. [[μήδομαι]]. Η λ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>μηδής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θρασυμηδής</i>, <i>κακο</i>-<i>μηδής</i>, <i>πυκι</i>-<i>μηδής</i>), [[καθώς]] και σε παραξύτονα ανθρωπωνύμια σε -<i>μήδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Διο</i>-<i>μήδης</i>, <i>Γανυ</i>-<i>μήδης</i>, <i>Θρασυ</i>-<i>μήδης</i>, <i>Κλεο</i>-<i>μήδης</i> <b>κ.λπ.</b>) ήδη στη μυκηναϊκή [[εποχή]] (<b>[[πρβλ]].</b> μυκηναϊκό τ. <i>Ekemede</i>). Κατά το [[πρότυπο]] τών αρσ. κύριων ονομάτων σε -<i>μήδης</i> σχηματίστηκαν τα θηλ. σε -<i>η</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Ἀγαμήδη</i>, <i>Ἁλι</i>-<i>μήδη</i>, <i>Πυκι</i>-<i>μήδη</i> και <i>Μήδεια</i>, πιθ. μυκηναϊκό <i>Μedejo</i>)].———————— <b>(II)</b><br />[[μῆδος]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> ([[πάντα]] στον πληθ.) <i>τὰ [[μήδεα]]<br />τα ανδρικά γεννητικά μόρια, τα αιδοία («αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ζώσατο, μὲν ῥάκεσιν περὶ [[μήδεα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>στον εν.</b>) η [[ουροδόχος]] [[κύστη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[μῆδος]], που απαντά μόνο στον πληθ. [[μήδεα]] «ανδρικά γεννητικά μόρια», εμφανίζεται και με τις μορφές [[μέδεα]] και [[μέζεα]]. Έχει υποστηριχθεί ότι αρχαιότερος και πιο [[εύχρηστος]] [[είναι]] ο τ. [[μέδεα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>medea</i>), από τον οποίο με [[δασεία]] [[προφορά]] του -<i>δ</i>- έχει προέλθει ο τ. [[μέζεα]] (<b>[[πρβλ]].</b> ομ. [[ζάπεδον]]). Η [[άποψη]] ότι οι τ. [[μέδεα]]/[[μέζεα]] συνδέονται με το ρ. <i>μαδῶ</i> θεωρείται [[μάλλον]] απίθανη. Απίθανη [[επίσης]] θεωρείται και η [[άποψη]] ότι οι τ. ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>med</i>- «[[φουσκώνω]], [[επεκτείνω]]» και συνδέονται με το επίθ. [[μεστός]], [[καθώς]] και με ιρλδ. <i>mess</i> «[[βάλανος]], [[οίδημα]]». Ο τ. [[μήδεα]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> ρ. [[μήδομαι]] «[[συλλογίζομαι]], [[φροντίζω]]», [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], αποτελεί ευφημιστικό υποκατάστατο τών τ. [[μέδεα]] και [[μέζεα]], [[γεγονός]] που επιβεβαιώνεται από τη [[χρήση]], της λ. στην ηρωική [[ποίηση]]. Κατ' άλλους, η [[παραγωγή]] του τ. [[μήδεα]] <span style="color: red;"><</span> ρ. [[μήδομαι]] θεωρείται [[προφανής]], ενώ η σημασιολογική [[απόσταση]] [[ανάμεσα]] στις δύο λέξεις οφείλεται σε σημασιολογική [[εξέλιξη]] της έννοιας του [[μήδομαι]], που μπορεί να συγκριθεί με το αρχ. άνω γερμ. <i>gimaht</i> «[[δύναμη]], [[εξουσία]]» και «γεννητικά μόρια» (<b>[[πρβλ]].</b> και λατ. <i>mentula</i> «ανδρικό γεννητικό [[μόριο]]», αν συνδέεται με <i>mens</i>, <i>mentis</i> «[[νους]]»)].
|mltxt=ο, θηλ. [[Μηδίς]] (Α Μῆδος, θηλ. [[Μηδίς]] και Μήδισσα, Μ [[Μήδιος]])<br />ο [[κάτοικος]] της Μηδίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Μηδία</i>. Το θηλ. [[Μηδίς]] <span style="color: red;"><</span> <i>Μῆδος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Ελλην</i>-<i>ίς</i>)].<br /><b>(I)</b><br />[[μῆδος]], τὸ (Α)<br />(μόνο στον πληθ.) <i>τὰ [[μήδεα]]<br />α) σκέψεις, βουλεύματα, [[ιδίως]] πονηρά τεχνάσματα («ἄνδρα φέρουσα θεοῑς ἐναλίγκια μήδε' ἔχοντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) φροντίδες, μέριμνες («[[ἀλλά]] με σός τε [[πόθος]] σά τε [[μήδεα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. [[μήδομαι]]. Η λ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>μηδής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θρασυμηδής</i>, <i>κακο</i>-<i>μηδής</i>, <i>πυκι</i>-<i>μηδής</i>), [[καθώς]] και σε παραξύτονα ανθρωπωνύμια σε -<i>μήδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Διο</i>-<i>μήδης</i>, <i>Γανυ</i>-<i>μήδης</i>, <i>Θρασυ</i>-<i>μήδης</i>, <i>Κλεο</i>-<i>μήδης</i> <b>κ.λπ.</b>) ήδη στη μυκηναϊκή [[εποχή]] (<b>[[πρβλ]].</b> μυκηναϊκό τ. <i>Ekemede</i>). Κατά το [[πρότυπο]] τών αρσ. κύριων ονομάτων σε -<i>μήδης</i> σχηματίστηκαν τα θηλ. σε -<i>η</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Ἀγαμήδη</i>, <i>Ἁλι</i>-<i>μήδη</i>, <i>Πυκι</i>-<i>μήδη</i> και <i>Μήδεια</i>, πιθ. μυκηναϊκό <i>Μedejo</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />[[μῆδος]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> ([[πάντα]] στον πληθ.) <i>τὰ [[μήδεα]]<br />τα ανδρικά γεννητικά μόρια, τα αιδοία («αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ζώσατο, μὲν ῥάκεσιν περὶ [[μήδεα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>στον εν.</b>) η [[ουροδόχος]] [[κύστη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[μῆδος]], που απαντά μόνο στον πληθ. [[μήδεα]] «ανδρικά γεννητικά μόρια», εμφανίζεται και με τις μορφές [[μέδεα]] και [[μέζεα]]. Έχει υποστηριχθεί ότι αρχαιότερος και πιο [[εύχρηστος]] [[είναι]] ο τ. [[μέδεα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>medea</i>), από τον οποίο με [[δασεία]] [[προφορά]] του -<i>δ</i>- έχει προέλθει ο τ. [[μέζεα]] (<b>[[πρβλ]].</b> ομ. [[ζάπεδον]]). Η [[άποψη]] ότι οι τ. [[μέδεα]]/[[μέζεα]] συνδέονται με το ρ. <i>μαδῶ</i> θεωρείται [[μάλλον]] απίθανη. Απίθανη [[επίσης]] θεωρείται και η [[άποψη]] ότι οι τ. ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>med</i>- «[[φουσκώνω]], [[επεκτείνω]]» και συνδέονται με το επίθ. [[μεστός]], [[καθώς]] και με ιρλδ. <i>mess</i> «[[βάλανος]], [[οίδημα]]». Ο τ. [[μήδεα]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> ρ. [[μήδομαι]] «[[συλλογίζομαι]], [[φροντίζω]]», [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], αποτελεί ευφημιστικό υποκατάστατο τών τ. [[μέδεα]] και [[μέζεα]], [[γεγονός]] που επιβεβαιώνεται από τη [[χρήση]], της λ. στην ηρωική [[ποίηση]]. Κατ' άλλους, η [[παραγωγή]] του τ. [[μήδεα]] <span style="color: red;"><</span> ρ. [[μήδομαι]] θεωρείται [[προφανής]], ενώ η σημασιολογική [[απόσταση]] [[ανάμεσα]] στις δύο λέξεις οφείλεται σε σημασιολογική [[εξέλιξη]] της έννοιας του [[μήδομαι]], που μπορεί να συγκριθεί με το αρχ. άνω γερμ. <i>gimaht</i> «[[δύναμη]], [[εξουσία]]» και «γεννητικά μόρια» (<b>[[πρβλ]].</b> και λατ. <i>mentula</i> «ανδρικό γεννητικό [[μόριο]]», αν συνδέεται με <i>mens</i>, <i>mentis</i> «[[νους]]»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm