3,271,311
edits
(28) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ες (Α [[ὀζώδης]], -ῶδες) [<i>όζος</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που έχει όζους, κλάδους<br /><b>2.</b> (για [[ξύλο]]) αυτός που έχει ρόζους, κόμπους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] νόσου [[κατά]] την οποία εμφανίζονται όζοι ή οζίδια (α. «οζώδες [[ερύθημα]]» β. «[[οζώδης]] [[περιαρτηρίτιδα]]»). | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ες (Α [[ὀζώδης]], -ῶδες) [<i>όζος</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που έχει όζους, κλάδους<br /><b>2.</b> (για [[ξύλο]]) αυτός που έχει ρόζους, κόμπους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] νόσου [[κατά]] την οποία εμφανίζονται όζοι ή οζίδια (α. «οζώδες [[ερύθημα]]» β. «[[οζώδης]] [[περιαρτηρίτιδα]]»).<br /> <b>(II)</b><br />[[ὀζώδης]], -ῶδες (ΑΜ)<br />αυτός που αναδίδει δυσάρεστη [[οσμή]], [[δύσοσμος]], [[δυσώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀζ</i>- του <i>ὄζω</i> «[[αναδίδω]] δυσάρεστη [[οσμή]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>]. | ||
}} | }} |