Anonymous

περισκελής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "————————" to "<br />"
(1ba)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ές, ΜΑ<br /><b>1.</b> (για τον σίδηρο) πολύ [[σκληρός]], [[τραχύς]] («τὸν ἐγκρατέστατον [[σίδηρον]] ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ θραυσθέντα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> πολύ [[επίμονος]], [[ισχυρογνώμων]], [[σκληροτράχηλος]] («περισκελεῑς [[φρένες]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[φάρμακο]]) [[δριμύς]], [[δραστικός]], [[ερεθιστικός]] («ἑλλέβοροι σκληροὶ καὶ περισκελεῑς», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> [[υπερβολικός]], [[υπέρμετρος]], [[ισχυρός]] («[[περισκελὴς]] ἀὴρ ἐφ' ἑκάτερα» — [[ισχυρός]] [[αέρας]] και στη [[θερμότητα]] και στο [[ψύχος]], Θεόφρ.)<br /><b>5.</b> [[δύσκολος]], [[δυσνόητος]] («περισκελῶν ὄντων τῶν χρησμῶν», Κορνουτ.)<br /><b>6.</b> (το ουδ. του συγκριτ. ως επίρρ.) <i>περισκελέστερον</i><br />με μεγαλύτερη [[ακαμψία]], με μεγαλύτερη [[επιμονή]] («ὁ γὰρ [[μετρίως]] πράττων περισκελέστερον ἅπαντα τἀνιαρά φέρει», Μέν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] σύνθ. από το <i>περι</i>- με την επιτατ. σημ. «[[τελείως]], εντελώς» και το ρ. [[σκέλλω]] «[[ξηραίνω]], [[στεγνώνω]]», μέσω ενός αμάρτυρου [[σκέλος]] «[[ξηρότητα]], [[σκληρότητα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>σκελής</i>)].———————— <b>(II)</b><br />-ές, Α<br /><b>1.</b> ο [[γύρω]] από το [[σκέλος]]<br /><b>2.</b> (για [[άγαλμα]]) αυτός που έχει ανοιχτά τα σκέλη («[[πρῶτος]] περισκελὲς [[ἄγαλμα]] ἐσχημάτισε», Σχολ. <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. στον πληθ.) <i>τὰ περισκελῆ</i><br />η εσωτερική [[περισκελίδα]], το [[σώβρακο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>σκελής</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ές, ΜΑ<br /><b>1.</b> (για τον σίδηρο) πολύ [[σκληρός]], [[τραχύς]] («τὸν ἐγκρατέστατον [[σίδηρον]] ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ θραυσθέντα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> πολύ [[επίμονος]], [[ισχυρογνώμων]], [[σκληροτράχηλος]] («περισκελεῑς [[φρένες]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[φάρμακο]]) [[δριμύς]], [[δραστικός]], [[ερεθιστικός]] («ἑλλέβοροι σκληροὶ καὶ περισκελεῑς», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> [[υπερβολικός]], [[υπέρμετρος]], [[ισχυρός]] («[[περισκελὴς]] ἀὴρ ἐφ' ἑκάτερα» — [[ισχυρός]] [[αέρας]] και στη [[θερμότητα]] και στο [[ψύχος]], Θεόφρ.)<br /><b>5.</b> [[δύσκολος]], [[δυσνόητος]] («περισκελῶν ὄντων τῶν χρησμῶν», Κορνουτ.)<br /><b>6.</b> (το ουδ. του συγκριτ. ως επίρρ.) <i>περισκελέστερον</i><br />με μεγαλύτερη [[ακαμψία]], με μεγαλύτερη [[επιμονή]] («ὁ γὰρ [[μετρίως]] πράττων περισκελέστερον ἅπαντα τἀνιαρά φέρει», Μέν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] σύνθ. από το <i>περι</i>- με την επιτατ. σημ. «[[τελείως]], εντελώς» και το ρ. [[σκέλλω]] «[[ξηραίνω]], [[στεγνώνω]]», μέσω ενός αμάρτυρου [[σκέλος]] «[[ξηρότητα]], [[σκληρότητα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>σκελής</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />-ές, Α<br /><b>1.</b> ο [[γύρω]] από το [[σκέλος]]<br /><b>2.</b> (για [[άγαλμα]]) αυτός που έχει ανοιχτά τα σκέλη («[[πρῶτος]] περισκελὲς [[ἄγαλμα]] ἐσχημάτισε», Σχολ. <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. στον πληθ.) <i>τὰ περισκελῆ</i><br />η εσωτερική [[περισκελίδα]], το [[σώβρακο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>σκελής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm