Anonymous

πλάτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "————————" to "<br />"
(3b)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />[[πλάτας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[πλάτης]] / [[πλάτας]] [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ος</i>].———————— <b>(II)</b><br />το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η [[τρίτη]] [[διάσταση]] τών στερεών [[εκτός]] από το [[μήκος]] και το ύψος, [[εύρος]], [[φάρδος]] (α. «το [[πλάτος]] του τοίχου» β. «νῆσον... [[μῆκος]] μὲν διηκοσίων σταδίων, [[πλάτος]] δὲ στεινήν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> επίπεδη, [[λεία]] [[επιφάνεια]]<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> ([[κυρίως]] για το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο) η μικρότερη [[διάσταση]]<br /><b>4.</b> ευρεία, απέραντη [[έκταση]] (α. «και κολυμπάει στ' ωκεανού τα πλάτια», Ζερβ.<br />β. «καὶ ἀνέβησαν ἐπὶ τὸ [[πλάτος]] τῆς γῆς καὶ ἐκύκλευσαν... τὴν πόλιν», ΚΔ)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[πλάτος]] γεωγραφικό»<br /><b>γεωγρ.</b> η [[απόσταση]], [[πάνω]] σε [[σφαίρα]] ή [[χάρτη]], ενός τόπου από τον Ισημερινό, βόρεια ή νότια από αυτόν, η οποία δίδεται σε μοίρες, [[πρώτα]] και [[δεύτερα]] λεπτά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> (στην κυματική) η μέγιστη [[μετατόπιση]] ενός κινητού, που εκτελεί [[ταλάντωση]] σε [[σχέση]] με τη [[θέση]] της ισορροπίας του<br /><b>2.</b> <b>(μετεωρ.)</b> (στην [[κλιματολογία]]) η [[διαφορά]] [[ανάμεσα]] στις δύο ακραίες τιμές ενός περιοδικού στοιχείου του κλίματος ενός τόπου με ιδιαίτερη [[σημασία]] στην [[περίπτωση]] της θερμοκρασίας<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> (σε ένα [[σύστημα]] σφαιρικών συντεταγμένων) η γωνιακή [[απόσταση]] ενός σημείου της ουράνιας σφαίρας από το θεμελιώδες, ισημερινό, επίπεδο<br /><b>4.</b> <b>(ραδιοηλ.)</b> η μέγιστη [[τιμή]], στην οποία φθάνει σε [[κάθε]] ημιπερίοδο η [[τάση]] ή η [[ένταση]] του ηλεκτρικού ρεύματος σε κάποιο [[κύκλωμα]] ενός ραδιοφωνικού πομπού ή δέκτη<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πλάτος]] εννοίας»<br /><b>(φιλοσ.)</b> (στην παραδοσιακή [[λογική]]) το [[σύνολο]] τών αντικειμένων στα οποία αναφέρεται μια [[έννοια]]<br />β) «[[κατά]] [[βάθος]] και [[πλάτος]]» — από [[κάθε]] [[άποψη]] της έννοιας, ως περιεχομένου και ως περιέχοντος<br />γ) «πλατών [[μεταβολή]]»<br /><b>αστρον.</b> η μικρή [[μεταβολή]] τών πλατών τών διαφόρων τόπων ως [[αποτέλεσμα]] μιας ελαφράς κίνησης ολόκληρης της Γης σε [[σχέση]] με τον άξονα περιστροφής της<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[πλάτος]] καρδίας» — η [[ευρύτητα]] τών γνώσεων, της μάθησης, της εμπειρίας<br />β) «ἐν πλάτει» — με [[πολλά]], [[συνήθως]] περιττά [[λόγια]], εκτεταμένα και [[χωρίς]] [[ακριβολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ράχη]] πλατιού ψαριού<br /><b>2.</b> το πλατύ [[μέρος]] της ουράς τών ψαριών<br /><b>3.</b> το πλατύ, επίπεδο [[τμήμα]] του σώματος του ψαριού [[βάτραχος]]<br /><b>4.</b> ο [[επίπεδος]] [[χώρος]] [[πάνω]] στον οποίο οικοδομούνται τάφοι, [[κρηπίδωμα]] τύμβου, [[πλάτας]]<br /><b>5.</b> [[διάρκεια]], [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) το επίπεδο, η [[επιφάνεια]] («ἐν τῷ ψυχικῷ πλάτει», Πρόκλ.)<br />β) [[σειρά]] μεταβολών, μεταπτώσεων, αλλοιώσεων («ἡ ὑγιεία [[πλάτος]] ἔχει», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν τῷ πλάτει» και «ἐπὶ πλάτει» και «[[κατά]] [[πλάτος]]» και «διὰ πλάτους»<br />(με επιρρμ. σημ.) εκτεταμένα, με λεπτομέρειες<br />β) «ἀργυρίου [[πλάτη]]» — οι δραχμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πλάτος]] έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. [[πλατύς]] (<b>πρβλ.</b> [[βάρος]]: [[βαρύς]]) και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών που ανάγονται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>prathas</i>- «[[πλάτος]]», αβεστ. <i>fraθah</i>- «[[πλάτος]]»)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />[[πλάτας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[πλάτης]] / [[πλάτας]] [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ος</i>].<br /> <b>(II)</b><br />το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η [[τρίτη]] [[διάσταση]] τών στερεών [[εκτός]] από το [[μήκος]] και το ύψος, [[εύρος]], [[φάρδος]] (α. «το [[πλάτος]] του τοίχου» β. «νῆσον... [[μῆκος]] μὲν διηκοσίων σταδίων, [[πλάτος]] δὲ στεινήν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> επίπεδη, [[λεία]] [[επιφάνεια]]<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> ([[κυρίως]] για το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο) η μικρότερη [[διάσταση]]<br /><b>4.</b> ευρεία, απέραντη [[έκταση]] (α. «και κολυμπάει στ' ωκεανού τα πλάτια», Ζερβ.<br />β. «καὶ ἀνέβησαν ἐπὶ τὸ [[πλάτος]] τῆς γῆς καὶ ἐκύκλευσαν... τὴν πόλιν», ΚΔ)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[πλάτος]] γεωγραφικό»<br /><b>γεωγρ.</b> η [[απόσταση]], [[πάνω]] σε [[σφαίρα]] ή [[χάρτη]], ενός τόπου από τον Ισημερινό, βόρεια ή νότια από αυτόν, η οποία δίδεται σε μοίρες, [[πρώτα]] και [[δεύτερα]] λεπτά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> (στην κυματική) η μέγιστη [[μετατόπιση]] ενός κινητού, που εκτελεί [[ταλάντωση]] σε [[σχέση]] με τη [[θέση]] της ισορροπίας του<br /><b>2.</b> <b>(μετεωρ.)</b> (στην [[κλιματολογία]]) η [[διαφορά]] [[ανάμεσα]] στις δύο ακραίες τιμές ενός περιοδικού στοιχείου του κλίματος ενός τόπου με ιδιαίτερη [[σημασία]] στην [[περίπτωση]] της θερμοκρασίας<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> (σε ένα [[σύστημα]] σφαιρικών συντεταγμένων) η γωνιακή [[απόσταση]] ενός σημείου της ουράνιας σφαίρας από το θεμελιώδες, ισημερινό, επίπεδο<br /><b>4.</b> <b>(ραδιοηλ.)</b> η μέγιστη [[τιμή]], στην οποία φθάνει σε [[κάθε]] ημιπερίοδο η [[τάση]] ή η [[ένταση]] του ηλεκτρικού ρεύματος σε κάποιο [[κύκλωμα]] ενός ραδιοφωνικού πομπού ή δέκτη<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πλάτος]] εννοίας»<br /><b>(φιλοσ.)</b> (στην παραδοσιακή [[λογική]]) το [[σύνολο]] τών αντικειμένων στα οποία αναφέρεται μια [[έννοια]]<br />β) «[[κατά]] [[βάθος]] και [[πλάτος]]» — από [[κάθε]] [[άποψη]] της έννοιας, ως περιεχομένου και ως περιέχοντος<br />γ) «πλατών [[μεταβολή]]»<br /><b>αστρον.</b> η μικρή [[μεταβολή]] τών πλατών τών διαφόρων τόπων ως [[αποτέλεσμα]] μιας ελαφράς κίνησης ολόκληρης της Γης σε [[σχέση]] με τον άξονα περιστροφής της<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[πλάτος]] καρδίας» — η [[ευρύτητα]] τών γνώσεων, της μάθησης, της εμπειρίας<br />β) «ἐν πλάτει» — με [[πολλά]], [[συνήθως]] περιττά [[λόγια]], εκτεταμένα και [[χωρίς]] [[ακριβολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ράχη]] πλατιού ψαριού<br /><b>2.</b> το πλατύ [[μέρος]] της ουράς τών ψαριών<br /><b>3.</b> το πλατύ, επίπεδο [[τμήμα]] του σώματος του ψαριού [[βάτραχος]]<br /><b>4.</b> ο [[επίπεδος]] [[χώρος]] [[πάνω]] στον οποίο οικοδομούνται τάφοι, [[κρηπίδωμα]] τύμβου, [[πλάτας]]<br /><b>5.</b> [[διάρκεια]], [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) το επίπεδο, η [[επιφάνεια]] («ἐν τῷ ψυχικῷ πλάτει», Πρόκλ.)<br />β) [[σειρά]] μεταβολών, μεταπτώσεων, αλλοιώσεων («ἡ ὑγιεία [[πλάτος]] ἔχει», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν τῷ πλάτει» και «ἐπὶ πλάτει» και «[[κατά]] [[πλάτος]]» και «διὰ πλάτους»<br />(με επιρρμ. σημ.) εκτεταμένα, με λεπτομέρειες<br />β) «ἀργυρίου [[πλάτη]]» — οι δραχμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πλάτος]] έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. [[πλατύς]] (<b>πρβλ.</b> [[βάρος]]: [[βαρύς]]) και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών που ανάγονται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>prathas</i>- «[[πλάτος]]», αβεστ. <i>fraθah</i>- «[[πλάτος]]»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm