Anonymous

πυρά: Difference between revisions

From LSJ
18 bytes removed ,  9 January 2019
m
Text replacement - "————————" to "<br />"
(nl)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. [[πυρή]], -ής, Α<br /><b>1.</b> ο [[τόπος]] όπου ανάβεται [[φωτιά]], [[εστία]]<br /><b>2.</b> η [[φωτιά]] που παράγεται από την [[καύση]] συσσωρευμένων ξύλων ή άλλων υλικών («μη φυσάς, [[κοπέλι]], στην [[πυρά]], να σού κάψει θέλει τα φτερά», Βιζυην.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> η ερωτική [[φλόγα]] και [[κάθε]] [[συναίσθημα]] που εκδηλώνεται με [[ένταση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σωρός]] καιόμενων ξύλων ή άλλων καύσιμων υλικών (α. «καταδικάστηκε στον διά πυράς θάνατον» β. «[[κατά]] την περίοδο του χιτλερισμού τα [[προοδευτικά]] βιβλία καίγονταν στην [[πυρά]]»)<br /><b>2.</b> <b>(λαογρ.)</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι πυρές</i><br />εθιμικές μεγάλες φωτιές που ανάβουν στην ύπαιθρο σε διάφορες περιοχές της χώρας τα [[Χριστούγεννα]], τα [[Θεοφάνια]], τις Αποκριές, το [[Πάσχα]] και σε άλλες γιορτές, [[γύρω]] από τις οποίες συγκεντρώνονται οι κάτοικοι, ανταλλάσσουν ευχές ή στήνουν χορούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φωτιές όπου έκαιαν τους νεκρούς («πυραὶ νεκύων καίοντο θαμειαί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χώμα]] συσσωρευμένο στον [[τόπο]] όπου κάηκε [[νεκρός]], [[τύμβος]] («ἡμᾱς... ἄγοντες πρὸς πυρὰν Ἀχιλλέως», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βωμός]] [[κατάλληλος]] για [[θυσία]] με [[φωτιά]], θυσιαστήριο ολοκαυτώματος («ἑρκεῑος [[πυρά]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> εκτεταμένη και πολύ καταστρεπτική [[πυρκαγιά]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[πυρετός]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «λαμπάδων [[πυρά]]» — [[πλήθος]] δάδων που καίγονται<br />β) «πυρὴν νῆσαι» ή «πυρὴν συννῆσαι» — το να επισωρεύει [[κανείς]] ξύλα πυράς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i>, [[πυρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. τών θηλ. -α].———————— <b>(II)</b><br />τα, ΝΜΑ<br />([[ετερόκλιτος]] τ. πληθ.) <b>βλ.</b> <i>πυρ</i>.
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. [[πυρή]], -ής, Α<br /><b>1.</b> ο [[τόπος]] όπου ανάβεται [[φωτιά]], [[εστία]]<br /><b>2.</b> η [[φωτιά]] που παράγεται από την [[καύση]] συσσωρευμένων ξύλων ή άλλων υλικών («μη φυσάς, [[κοπέλι]], στην [[πυρά]], να σού κάψει θέλει τα φτερά», Βιζυην.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> η ερωτική [[φλόγα]] και [[κάθε]] [[συναίσθημα]] που εκδηλώνεται με [[ένταση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σωρός]] καιόμενων ξύλων ή άλλων καύσιμων υλικών (α. «καταδικάστηκε στον διά πυράς θάνατον» β. «[[κατά]] την περίοδο του χιτλερισμού τα [[προοδευτικά]] βιβλία καίγονταν στην [[πυρά]]»)<br /><b>2.</b> <b>(λαογρ.)</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι πυρές</i><br />εθιμικές μεγάλες φωτιές που ανάβουν στην ύπαιθρο σε διάφορες περιοχές της χώρας τα [[Χριστούγεννα]], τα [[Θεοφάνια]], τις Αποκριές, το [[Πάσχα]] και σε άλλες γιορτές, [[γύρω]] από τις οποίες συγκεντρώνονται οι κάτοικοι, ανταλλάσσουν ευχές ή στήνουν χορούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φωτιές όπου έκαιαν τους νεκρούς («πυραὶ νεκύων καίοντο θαμειαί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χώμα]] συσσωρευμένο στον [[τόπο]] όπου κάηκε [[νεκρός]], [[τύμβος]] («ἡμᾱς... ἄγοντες πρὸς πυρὰν Ἀχιλλέως», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βωμός]] [[κατάλληλος]] για [[θυσία]] με [[φωτιά]], θυσιαστήριο ολοκαυτώματος («ἑρκεῑος [[πυρά]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> εκτεταμένη και πολύ καταστρεπτική [[πυρκαγιά]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[πυρετός]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «λαμπάδων [[πυρά]]» — [[πλήθος]] δάδων που καίγονται<br />β) «πυρὴν νῆσαι» ή «πυρὴν συννῆσαι» — το να επισωρεύει [[κανείς]] ξύλα πυράς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i>, [[πυρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. τών θηλ. -α].<br /> <b>(II)</b><br />τα, ΝΜΑ<br />([[ετερόκλιτος]] τ. πληθ.) <b>βλ.</b> <i>πυρ</i>.
}}
}}
{{lsm
{{lsm