3,273,446
edits
(2b) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[σπυρός]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> το [[σιτάρι]], ο [[σίτος]]<br /><b>2.</b> [[κόκκος]] σιταριού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πυρὸς [[ἄγριος]]» — το [[φυτό]] [[χελιδόνιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκή [[ονομασία]] του σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>p</i><i>ū</i><i>ro</i>- «[[κόκκος]], [[σιτηρά]]» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν διάφορα είδη δημητριακών (<b>πρβλ.</b> λιθουαν, <i>p</i><i>ū</i><i>ra</i><i>ī</i> «[[σίτος]]», ρωσ. <i>pyro</i> «[[κεχρί]]», αγγλοσαξ. <i>fyrs</i> «[[άγρωστις]]»). Έχουν διατυπωθεί, [[επίσης]], διάφορες απόψεις, οι οποίες παραμένουν ανεπιβεβαίωτες, όπως λ. χ, η [[σύνδεση]] της λ. με το λατ. <i>pavio</i> «[[χτυπώ]]» και το λιθουαν. <i>piauti</i> «[[κόβω]], [[αλέθω]], [[δέρνω]]» ή η [[άποψη]] ότι πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. με ευρεία [[διάδοση]]. Ο δωρ. τ. [[σπυρός]] εμφανίζει αρκτικό -<i>σ</i>-, το οποίο προέρχεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], από κάποια αρχαϊκού τύπου [[εναλλαγή]] (<b>πρβλ.</b> [[πέλεθος]]: [[σπέλεθος]], [[πύραθος]]: [[σπύραθος]]), ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], από αναλογική [[επίδραση]] τών [[σῖτος]], [[σπόρος]], [[σπέρμα]]. Τέλος, από την [[οικογένεια]] της λ. [[πυρός]], η οποία πολύ [[νωρίς]] αντικαταστάθηκε από αυτήν του [[σῖτος]], μόνο το παρ. [[πυρήν]] διατηρήθηκε στη Νέα Ελληνική και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην επιστημονική [[ορολογία]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και [[σπυρός]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> το [[σιτάρι]], ο [[σίτος]]<br /><b>2.</b> [[κόκκος]] σιταριού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πυρὸς [[ἄγριος]]» — το [[φυτό]] [[χελιδόνιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκή [[ονομασία]] του σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>p</i><i>ū</i><i>ro</i>- «[[κόκκος]], [[σιτηρά]]» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν διάφορα είδη δημητριακών (<b>πρβλ.</b> λιθουαν, <i>p</i><i>ū</i><i>ra</i><i>ī</i> «[[σίτος]]», ρωσ. <i>pyro</i> «[[κεχρί]]», αγγλοσαξ. <i>fyrs</i> «[[άγρωστις]]»). Έχουν διατυπωθεί, [[επίσης]], διάφορες απόψεις, οι οποίες παραμένουν ανεπιβεβαίωτες, όπως λ. χ, η [[σύνδεση]] της λ. με το λατ. <i>pavio</i> «[[χτυπώ]]» και το λιθουαν. <i>piauti</i> «[[κόβω]], [[αλέθω]], [[δέρνω]]» ή η [[άποψη]] ότι πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. με ευρεία [[διάδοση]]. Ο δωρ. τ. [[σπυρός]] εμφανίζει αρκτικό -<i>σ</i>-, το οποίο προέρχεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], από κάποια αρχαϊκού τύπου [[εναλλαγή]] (<b>πρβλ.</b> [[πέλεθος]]: [[σπέλεθος]], [[πύραθος]]: [[σπύραθος]]), ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], από αναλογική [[επίδραση]] τών [[σῖτος]], [[σπόρος]], [[σπέρμα]]. Τέλος, από την [[οικογένεια]] της λ. [[πυρός]], η οποία πολύ [[νωρίς]] αντικαταστάθηκε από αυτήν του [[σῖτος]], μόνο το παρ. [[πυρήν]] διατηρήθηκε στη Νέα Ελληνική και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην επιστημονική [[ορολογία]]].<br /> <b>(II)</b><br />-ή, -ό, Ν<br />(στον <b>Ερωτόκρ.</b>) [[πυρώδης]], [[διάπυρος]], [[φλογερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρ</i> [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> [[χρυσός]]: αρχ. [[χρυσοῦς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |