Anonymous

λοιπός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "————————" to "<br />"
(2)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (AM [[λοιπός]], -ή, -όν, Μ και ἐλοιπός, -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που υπολείπεται [[μετά]] από [[αφαίρεση]] ή από χωρισμό, [[υπόλοιπος]] (α. «μόνο [[πέντε]] υπάλληλοι έκαναν [[απεργία]], οι λοιποί πήγαν κανονικά στη δουλειά τους» β. «λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει... εὐδίαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «και τα λοιπά» και, συντετμημένα, «κ.λπ.» — τυποποιημένη [[έκφραση]] για τα ευκόλως εννοούμενα και, ως εκ τούτου, παραλειπόμενα στον λόγο<br />β) «του λοιπού» — από [[τώρα]] και στο [[εξής]], στο [[μέλλον]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ λοιποί</i><br />οι απόγονοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λοιπόν]] (ἐστι)» — υπολείπεται να... β) «ὁ λοιπὸς [[χρόνος]]» — το [[μέλλον]]<br />γ) «ἐκ τοῡ λοιποῡ» ή «ἐκ τῶν λοιπῶν» — στο [[εξής]], στο [[μέλλον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λείπω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[επίλοιπος]], [[υπόλοιπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απόλοιπος]], <i>έλλοιπος</i>, [[κατάλοιπος]], [[πεντέλοιπος]], [[παράλοιπος]], [[περίλοιπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αποδέλοιπος]]].———————— <b>(II)</b><br />[[λοιπός]] (Μ)<br /><b>βλ.</b> [[λοιπόν]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (AM [[λοιπός]], -ή, -όν, Μ και ἐλοιπός, -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που υπολείπεται [[μετά]] από [[αφαίρεση]] ή από χωρισμό, [[υπόλοιπος]] (α. «μόνο [[πέντε]] υπάλληλοι έκαναν [[απεργία]], οι λοιποί πήγαν κανονικά στη δουλειά τους» β. «λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει... εὐδίαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «και τα λοιπά» και, συντετμημένα, «κ.λπ.» — τυποποιημένη [[έκφραση]] για τα ευκόλως εννοούμενα και, ως εκ τούτου, παραλειπόμενα στον λόγο<br />β) «του λοιπού» — από [[τώρα]] και στο [[εξής]], στο [[μέλλον]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ λοιποί</i><br />οι απόγονοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λοιπόν]] (ἐστι)» — υπολείπεται να... β) «ὁ λοιπὸς [[χρόνος]]» — το [[μέλλον]]<br />γ) «ἐκ τοῡ λοιποῡ» ή «ἐκ τῶν λοιπῶν» — στο [[εξής]], στο [[μέλλον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λείπω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[επίλοιπος]], [[υπόλοιπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απόλοιπος]], <i>έλλοιπος</i>, [[κατάλοιπος]], [[πεντέλοιπος]], [[παράλοιπος]], [[περίλοιπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αποδέλοιπος]]].<br /> <b>(II)</b><br />[[λοιπός]] (Μ)<br /><b>βλ.</b> [[λοιπόν]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm