Anonymous

ἀγκοίνη: Difference between revisions

From LSJ
1a
(2)
(1a)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγκοίνη:''' ἡ ([[ἄγκος]]), ποιητ. αντί [[ἀγκάλη]] ή [[ἀγκών]], λυγισμένος [[βραχίονας]], μόνο στον πληθ., σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀγκοίνη:''' ἡ ([[ἄγκος]]), ποιητ. αντί [[ἀγκάλη]] ή [[ἀγκών]], λυγισμένος [[βραχίονας]], μόνο στον πληθ., σε Όμηρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄγκος]]<br />poet. for [[ἀγκάλη]] or [[ἀγκών]], the [[bent]] arm, only in pl., Hom.
}}
}}