Anonymous

σιγανός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "————————" to "<br />"
(37)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] φυτοφάγων θαλάσσιων περκόμορφων ιχθύων, που ζουν [[κυρίως]] στα ρηχά τών τροπικών και υποτροπικών θαλασσών και τών οποίων δύο είδη ζουν και στις ελληνικές θάλασσες και [[είναι]] γνωστά με τις κοινές ονομασίες άσπρη αγριόσαλπα και μαύρη αγριόσαλπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>siganus</i> <span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>sij</i><i>ā</i><i>n</i> «[[είδος]] ψαριού»].———————— <b>(II)</b><br />-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> [[αθόρυβος]], [[ήσυχος]], [[σιγαλός]]<br /><b>2.</b> [[βραδυκίνητος]], αργοκίνητος<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> α) [[βραδύς]], [[αργός]] («προχωρούσε με σιγανό ρυθμό»)<br />β) [[ολιγόλογος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[κρυψίνους]], [[υποκριτής]], [[σιγανοπαπαδιά]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «από σιγανό [[ποτάμι]] να φοβάσαι» ή «από σιγανό [[μακριά]] τα ρούχα σου» — να προφυλάγεσαι από τους ύπουλους και υποκριτές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σιγανά]] Ν<br />με σιγανό τρόπο, [[σιγά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιγά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πιθ</i>-<i>ανός</i>, <i>στεγ</i>-<i>ανός</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] φυτοφάγων θαλάσσιων περκόμορφων ιχθύων, που ζουν [[κυρίως]] στα ρηχά τών τροπικών και υποτροπικών θαλασσών και τών οποίων δύο είδη ζουν και στις ελληνικές θάλασσες και [[είναι]] γνωστά με τις κοινές ονομασίες άσπρη αγριόσαλπα και μαύρη αγριόσαλπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>siganus</i> <span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>sij</i><i>ā</i><i>n</i> «[[είδος]] ψαριού»].<br /> <b>(II)</b><br />-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> [[αθόρυβος]], [[ήσυχος]], [[σιγαλός]]<br /><b>2.</b> [[βραδυκίνητος]], αργοκίνητος<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> α) [[βραδύς]], [[αργός]] («προχωρούσε με σιγανό ρυθμό»)<br />β) [[ολιγόλογος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[κρυψίνους]], [[υποκριτής]], [[σιγανοπαπαδιά]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «από σιγανό [[ποτάμι]] να φοβάσαι» ή «από σιγανό [[μακριά]] τα ρούχα σου» — να προφυλάγεσαι από τους ύπουλους και υποκριτές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σιγανά]] Ν<br />με σιγανό τρόπο, [[σιγά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιγά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πιθ</i>-<i>ανός</i>, <i>στεγ</i>-<i>ανός</i>)].
}}
}}