3,273,246
edits
(4) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ, και θηλ. [[σκύλα]], Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] σκυλόψαρου<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[είδος]] καρχαρία<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> <i>η [[σκύλα]]<br />α) θηλυκό [[σκυλί]]<br />β) <b>ναυτ.</b> [[κομμάτι]] αλυσίδας με την οποία ασφαλίζεται η [[αλυσίδα]] της άγκυρας από το ενδεχόμενο να χαλαρώσει ή να ξεφύγει στη [[θάλασσα]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[άνθρωπος]] [[σκληρόκαρδος]] («[[σκύλα]], και που [[είναι]] ο Κωνσταντής, ο μικροκωνσταντίνος;», δημ. [[τραγούδι]])<br />β) [[άπιστος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[γίνομαι]] [[σκύλος]] [ή [[σκύλα]]]» — οργίζομαι [[πάρα]] πολύ<br />β) «σαν τον [[σκύλο]] με τη [[γάτα]]» — λέγεται για εκείνους που φιλονικούν διαρκώς [[μεταξύ]] τους, για ασυμβίβαστους χαρακτήρες<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «θέλει και την [[πίτα]] ολόκληρη και τον [[σκύλο]] χορτάτο» — λέγεται για εκείνους που έχουν την [[αξίωση]] να διεκπεραιώσουν μια υπόθεσή τους ή να τους παρασχεθεί [[κάτι]], [[χωρίς]] κανένα [[κόστος]], [[χωρίς]] κανένα [[αντάλλαγμα]] εκ μέρους τους<br />β) «αν δέν κουνήσει η [[σκύλα]] την [[ουρά]] της δεν πάνε τα σκυλιά [[κοντά]] της» — οι γυναίκες που δίνουν αφορμές και προκαλούν τους άνδρες φέρουν οι ίδιες την [[ευθύνη]] για τις ερωτοτροπίες και τις παρενοχλήσεις τών [[ανδρών]] σε [[βάρος]] τους<br />γ) «[[ομπρός]] [[φίλος]] και [[πίσω]] [[σκύλος]]» — λέγεται για άνθρωπο κόλακα και δόλιο, που προσποιείται τον φίλο, [[αλλά]] στην [[πραγματικότητα]] [[είναι]] [[άσπονδος]] [[εχθρός]] και δαγκώνει [[κρυφά]] όπως το κρυφόσκυλο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />κατοικίδιο σαρκοφάγο θηλαστικό που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[κυνίδες]], [[σκυλί]]<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό [[σκυλάκι]], [[νεογνό]] σκύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκυλ</i>- του αρχ. <i>σκύλ</i>-<i>αξ</i> «[[μικρός]] [[σκύλος]]», [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> και τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «<i>σκύλλον</i><br /><i>την [[κύνα]] λέγουσιν</i>»)]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ, και θηλ. [[σκύλα]], Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] σκυλόψαρου<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[είδος]] καρχαρία<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> <i>η [[σκύλα]]<br />α) θηλυκό [[σκυλί]]<br />β) <b>ναυτ.</b> [[κομμάτι]] αλυσίδας με την οποία ασφαλίζεται η [[αλυσίδα]] της άγκυρας από το ενδεχόμενο να χαλαρώσει ή να ξεφύγει στη [[θάλασσα]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[άνθρωπος]] [[σκληρόκαρδος]] («[[σκύλα]], και που [[είναι]] ο Κωνσταντής, ο μικροκωνσταντίνος;», δημ. [[τραγούδι]])<br />β) [[άπιστος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[γίνομαι]] [[σκύλος]] [ή [[σκύλα]]]» — οργίζομαι [[πάρα]] πολύ<br />β) «σαν τον [[σκύλο]] με τη [[γάτα]]» — λέγεται για εκείνους που φιλονικούν διαρκώς [[μεταξύ]] τους, για ασυμβίβαστους χαρακτήρες<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «θέλει και την [[πίτα]] ολόκληρη και τον [[σκύλο]] χορτάτο» — λέγεται για εκείνους που έχουν την [[αξίωση]] να διεκπεραιώσουν μια υπόθεσή τους ή να τους παρασχεθεί [[κάτι]], [[χωρίς]] κανένα [[κόστος]], [[χωρίς]] κανένα [[αντάλλαγμα]] εκ μέρους τους<br />β) «αν δέν κουνήσει η [[σκύλα]] την [[ουρά]] της δεν πάνε τα σκυλιά [[κοντά]] της» — οι γυναίκες που δίνουν αφορμές και προκαλούν τους άνδρες φέρουν οι ίδιες την [[ευθύνη]] για τις ερωτοτροπίες και τις παρενοχλήσεις τών [[ανδρών]] σε [[βάρος]] τους<br />γ) «[[ομπρός]] [[φίλος]] και [[πίσω]] [[σκύλος]]» — λέγεται για άνθρωπο κόλακα και δόλιο, που προσποιείται τον φίλο, [[αλλά]] στην [[πραγματικότητα]] [[είναι]] [[άσπονδος]] [[εχθρός]] και δαγκώνει [[κρυφά]] όπως το κρυφόσκυλο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />κατοικίδιο σαρκοφάγο θηλαστικό που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[κυνίδες]], [[σκυλί]]<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό [[σκυλάκι]], [[νεογνό]] σκύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκυλ</i>- του αρχ. <i>σκύλ</i>-<i>αξ</i> «[[μικρός]] [[σκύλος]]», [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> και τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «<i>σκύλλον</i><br /><i>την [[κύνα]] λέγουσιν</i>»)].<br /> <b>(II)</b><br />και σκῡλος, -ους, -εος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[δέρμα]] ζώου, [[δορά]] («τὸ δὲ σκῡλος ἀνδρὶ καλύπτρη», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[εξωτερικός]] [[φλοιός]] καρυδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκύλλω]] «[[ξεσχίζω]]». Ο τ. <i>σκῦλος</i> με -<i>ῡ</i>- πιθ. [[κατά]] το [[σκῦτος]] ή, κατ' άλλους, αποτελεί εσφ. γρφ. [[αντί]] του [[σκῦτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |