Anonymous

σχερός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "————————" to "<br />"
(2b)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />(μόνον στη δοτ. και σε φρ.) «ἐν σχερῷ» — με συνεχή [[αλληλοδιαδοχή]], αδιάκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. μαρτυρείται μόνο στη δοτ. και έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>σχ</i>- του ρ. <i>ἔχω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἔσχον]], <i>σχέσθαι</i>) με [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κυδοός</i>)].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον Θεόγνωστ.) «[[ἀκτή]], [[αἰγιαλός]]»<br /><b>2.</b> (στην αιτ. [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) <i>σχερόν</i><br />«κῡμα ἑτοῑμον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σχερός]] με σημ. «[[ακτή]]» (από αμάρτυρο αρχικό τ. [[σκερός]] με δευτερογενές δασύ [[σύμφωνο]]) έχει αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>ker</i>- «[[κόβω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[κείρω]]), <b>πρβλ.</b> αγγλοσαξ. <i>score</i>, αγγλ. <i>shore</i> «[[γιαλός]], όχθη». Από τη λ. [[σχερός]] παράγεται πιθ. το σύνθ. <i>πολυ</i>-[[σχεράς]] (<b>βλ.</b> και λ. [[χέραδος]]), ο τ. [[ξερόν]] και, πιθ., το όνομα του νησιού τών Φαιάκων [[Σχερία]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />(μόνον στη δοτ. και σε φρ.) «ἐν σχερῷ» — με συνεχή [[αλληλοδιαδοχή]], αδιάκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. μαρτυρείται μόνο στη δοτ. και έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>σχ</i>- του ρ. <i>ἔχω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἔσχον]], <i>σχέσθαι</i>) με [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κυδοός</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον Θεόγνωστ.) «[[ἀκτή]], [[αἰγιαλός]]»<br /><b>2.</b> (στην αιτ. [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) <i>σχερόν</i><br />«κῡμα ἑτοῑμον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σχερός]] με σημ. «[[ακτή]]» (από αμάρτυρο αρχικό τ. [[σκερός]] με δευτερογενές δασύ [[σύμφωνο]]) έχει αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>ker</i>- «[[κόβω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[κείρω]]), <b>πρβλ.</b> αγγλοσαξ. <i>score</i>, αγγλ. <i>shore</i> «[[γιαλός]], όχθη». Από τη λ. [[σχερός]] παράγεται πιθ. το σύνθ. <i>πολυ</i>-[[σχεράς]] (<b>βλ.</b> και λ. [[χέραδος]]), ο τ. [[ξερόν]] και, πιθ., το όνομα του νησιού τών Φαιάκων [[Σχερία]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm