Anonymous

πάτος: Difference between revisions

From LSJ
36 bytes removed ,  9 January 2019
m
Text replacement - "————————" to "<br />"
m (Text replacement - "[icaron]" to "ǐ")
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, ΝΜΑ, και [[πάτος]], τὸ, Μ<br />η [[ενέργεια]] του <i>πατῶ</i>, το [[πάτημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το κατώτατο, το πιο χαμηλό [[μέρος]] ενός πράγματος, η [[βάση]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι πάτοι</i><br />α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών<br />β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> το [[τέρμα]], η [[άκρη]], το [[τέλος]] [[κάθε]] εργασίας ή προσπάθειας («τήν έβγαλες τη δουλειά ώς τον πάτο»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> η [[έδρα]], ο [[πρωκτός]] («του βγήκε ο [[πάτος]]» — κατεξαντλήθηκε, κατακουράστηκε, δεινοπάθησε)<br /><b>5.</b> (σχετικά με [[θάλασσα]], [[λίμνη]], [[δοχείο]], [[σκεύος]]) ο [[πυθμένας]]<br /><b>6.</b> (με αισχρή σημ.) (για [[γυναίκα]]) [[μανούλι]], [[κόμματος]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[βρίσκω]] (τον) πάτο» — [[αγγίζω]] τον πυθμένα, [[φτάνω]] στο [[τέλος]]<br />β) «η [[ψυχή]] του δεν θα βρει πάτο» — θα [[πάει]] στον πυθμένα της κόλασης για τα αμαρτήματά του<br />γ) «από την [[κορφή]] ώς τον πάτο» — [[πατόκορφα]], από την [[κορυφή]] ώς τα νύχια<br />δ) «άσπρο πάτο»<br />(ως [[προτροπή]] σε [[οινοποσία]]) ας το πιούμε ώς την τελευταία [[γουλιά]] [[μεμιάς]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για αντικείμενα χωρητικότητας) το κατώτατο [[μέρος]], ο [[πυθμένας]] («γυαλόχτιστος [[φισκίνα]], γυαλὶν τὸ [[πάτος]], τὰ [[πλευρά]]», Λίβ. Ρόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοπριά]], [[περίττωμα]], [[ακαθαρσία]], [[βρομιά]] («πάτον στρουθοῑο», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> απορρίμματα, σκουπίδια, αποξέσματα<br /><b>3.</b> ο πατημένος [[δρόμος]], το [[μέρος]] που χαράχθηκε με πατήματα («πάτον ἀνθρώπων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α. «[[πύρινος]] [[πάτος]]» — [[αγρός]] σπαρμένος με [[σιτάρι]] <b>πάπ.</b><br />β. «ἔξω πάτου ὀνόματα» — λέξεις γλωσσηματικές ή σπάνιες, ασυνήθιστες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[δάπεδο]], το [[πάτωμα]] («[[πάτος]] βαλανείου», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πατώ]]].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />[[τροφή]] ([[κατά]] την [[ερμηνεία]] του Σχολιαστή του Αριστοφάνη, [[ερμηνεία]] που [[είναι]] επινόησή του για να ερμηνεύσει τη λ. [[απόπατος]] στην [[κωμωδία]] <i>Πλούτος</i>.———————— <b>(III)</b><br />τὸ, Α<br />[[μακρύς]] [[πέπλος]] ή [[εσθήτα]], μακρύ [[φόρεμα]] ώς το [[έδαφος]] («Ἥρης [[πάτος]]», <b>Καλλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[πάτος]], ουδ. γένους αναλογικά [[προς]] τα: <i>εἶμα</i> «[[ένδυμα]], [[ρούχο]]», [[φᾶρος]] «μεγάλο [[κομμάτι]] υφάσματος», αποτελεί υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>πατῶ</i> και έχει, [[επομένως]], σημ. «μακρύ [[φόρεμα]] που σέρνει [[κάτω]] και το οποίο [[πατά]] [[κανείς]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, η λ. συνδέεται με γερμ. <i>spinnen</i> «[[γνέθω]]», γοτθ. <i>spinnan</i>, λιθουαν. <i>pinu</i> «[[πλέκω]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, ΝΜΑ, και [[πάτος]], τὸ, Μ<br />η [[ενέργεια]] του <i>πατῶ</i>, το [[πάτημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το κατώτατο, το πιο χαμηλό [[μέρος]] ενός πράγματος, η [[βάση]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι πάτοι</i><br />α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών<br />β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> το [[τέρμα]], η [[άκρη]], το [[τέλος]] [[κάθε]] εργασίας ή προσπάθειας («τήν έβγαλες τη δουλειά ώς τον πάτο»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> η [[έδρα]], ο [[πρωκτός]] («του βγήκε ο [[πάτος]]» — κατεξαντλήθηκε, κατακουράστηκε, δεινοπάθησε)<br /><b>5.</b> (σχετικά με [[θάλασσα]], [[λίμνη]], [[δοχείο]], [[σκεύος]]) ο [[πυθμένας]]<br /><b>6.</b> (με αισχρή σημ.) (για [[γυναίκα]]) [[μανούλι]], [[κόμματος]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[βρίσκω]] (τον) πάτο» — [[αγγίζω]] τον πυθμένα, [[φτάνω]] στο [[τέλος]]<br />β) «η [[ψυχή]] του δεν θα βρει πάτο» — θα [[πάει]] στον πυθμένα της κόλασης για τα αμαρτήματά του<br />γ) «από την [[κορφή]] ώς τον πάτο» — [[πατόκορφα]], από την [[κορυφή]] ώς τα νύχια<br />δ) «άσπρο πάτο»<br />(ως [[προτροπή]] σε [[οινοποσία]]) ας το πιούμε ώς την τελευταία [[γουλιά]] [[μεμιάς]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για αντικείμενα χωρητικότητας) το κατώτατο [[μέρος]], ο [[πυθμένας]] («γυαλόχτιστος [[φισκίνα]], γυαλὶν τὸ [[πάτος]], τὰ [[πλευρά]]», Λίβ. Ρόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοπριά]], [[περίττωμα]], [[ακαθαρσία]], [[βρομιά]] («πάτον στρουθοῑο», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> απορρίμματα, σκουπίδια, αποξέσματα<br /><b>3.</b> ο πατημένος [[δρόμος]], το [[μέρος]] που χαράχθηκε με πατήματα («πάτον ἀνθρώπων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α. «[[πύρινος]] [[πάτος]]» — [[αγρός]] σπαρμένος με [[σιτάρι]] <b>πάπ.</b><br />β. «ἔξω πάτου ὀνόματα» — λέξεις γλωσσηματικές ή σπάνιες, ασυνήθιστες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[δάπεδο]], το [[πάτωμα]] («[[πάτος]] βαλανείου», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πατώ]]].<br /> <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />[[τροφή]] ([[κατά]] την [[ερμηνεία]] του Σχολιαστή του Αριστοφάνη, [[ερμηνεία]] που [[είναι]] επινόησή του για να ερμηνεύσει τη λ. [[απόπατος]] στην [[κωμωδία]] <i>Πλούτος</i>.<br /> <b>(III)</b><br />τὸ, Α<br />[[μακρύς]] [[πέπλος]] ή [[εσθήτα]], μακρύ [[φόρεμα]] ώς το [[έδαφος]] («Ἥρης [[πάτος]]», <b>Καλλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[πάτος]], ουδ. γένους αναλογικά [[προς]] τα: <i>εἶμα</i> «[[ένδυμα]], [[ρούχο]]», [[φᾶρος]] «μεγάλο [[κομμάτι]] υφάσματος», αποτελεί υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>πατῶ</i> και έχει, [[επομένως]], σημ. «μακρύ [[φόρεμα]] που σέρνει [[κάτω]] και το οποίο [[πατά]] [[κανείς]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, η λ. συνδέεται με γερμ. <i>spinnen</i> «[[γνέθω]]», γοτθ. <i>spinnan</i>, λιθουαν. <i>pinu</i> «[[πλέκω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm