Anonymous

στέριφος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "————————" to "<br />"
(4)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ίφη, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[στερεός]], [[σταθερός]], [[ασφαλής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[στέριφος]]<br />η [[στείρα]] πλοίου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ στέριφον</i><br />α) η [[ρίζα]] βράχου<br />β) [[έδαφος]] τραχύ και πετρώδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθ., ιδιόμορφου σχηματισμού, το οποίο ανάγεται στο θ. <i>στερ</i>- του [[στερεός]] με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>φος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἔλαφος]], [[ἔριφος]]). Το επίθ. [[είναι]] ομώνυμο του [[στέριφος]] (ΙΙ)].———————— <b>(II)</b><br />-ίφη, -ον, Α<br />(για [[γυναίκα]]) [[στείρα]], άγονη («στερίφη γὰρ εἰμι κοὐκ ἐκύησα [[πώποτε]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθ. ιδιόμορφου σχηματισμού <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στερ</i>- της λ. [[στεῖρα]] «[[γυναίκα]] που δεν έχει ή δεν μπορεί πια να τεκνοποιήσει» και εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>φος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἔλαφος]], [[ἔριφος]]). Το επίθ. [[είναι]] ομώνυμο του [[στέριφος]] (Ι) (<b>βλ.</b> και λ. [[στερεός]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ίφη, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[στερεός]], [[σταθερός]], [[ασφαλής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[στέριφος]]<br />η [[στείρα]] πλοίου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ στέριφον</i><br />α) η [[ρίζα]] βράχου<br />β) [[έδαφος]] τραχύ και πετρώδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθ., ιδιόμορφου σχηματισμού, το οποίο ανάγεται στο θ. <i>στερ</i>- του [[στερεός]] με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>φος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἔλαφος]], [[ἔριφος]]). Το επίθ. [[είναι]] ομώνυμο του [[στέριφος]] (ΙΙ)].<br /> <b>(II)</b><br />-ίφη, -ον, Α<br />(για [[γυναίκα]]) [[στείρα]], άγονη («στερίφη γὰρ εἰμι κοὐκ ἐκύησα [[πώποτε]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθ. ιδιόμορφου σχηματισμού <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στερ</i>- της λ. [[στεῖρα]] «[[γυναίκα]] που δεν έχει ή δεν μπορεί πια να τεκνοποιήσει» και εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>φος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἔλαφος]], [[ἔριφος]]). Το επίθ. [[είναι]] ομώνυμο του [[στέριφος]] (Ι) (<b>βλ.</b> και λ. [[στερεός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm