Anonymous

πολιοῦχος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "————————" to "<br />"
(nl)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ο / πολιοῡχος, -ον, ΝΜΑ, και [[πολίοχος]], -ον, επικ. τ. [[πολιήοχος]], δωρ. τ. [[πολιάοχος]], λακων. τ. πολιᾱχος, -ον, Α<br />(για θεό, άγιο ή ήρωα) αυτός που έχει υπό την [[προστασία]] του μια [[πόλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, <i>η [[πολιούχος]]<br />[[άγιος]] της Εκκλησίας, [[προστάτης]] πόλης ή χωριού στον οποίο [[είναι]] αφιερωμένος ο [[κεντρικός]] [[ναός]] και [[προς]] τιμήν του οποίου γίνονται πανηγυρικές εκδηλώσεις [[κατά]] την [[ημέρα]] της εορτής του<br /><b>μσν.</b><br />[[προσωνυμία]] του Αδάμ ως φύλακα του παραδείσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)].———————— <b>(II)</b><br />-ον, Α<br />αυτός που έχει ψαρά μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολιός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ο / πολιοῡχος, -ον, ΝΜΑ, και [[πολίοχος]], -ον, επικ. τ. [[πολιήοχος]], δωρ. τ. [[πολιάοχος]], λακων. τ. πολιᾱχος, -ον, Α<br />(για θεό, άγιο ή ήρωα) αυτός που έχει υπό την [[προστασία]] του μια [[πόλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, <i>η [[πολιούχος]]<br />[[άγιος]] της Εκκλησίας, [[προστάτης]] πόλης ή χωριού στον οποίο [[είναι]] αφιερωμένος ο [[κεντρικός]] [[ναός]] και [[προς]] τιμήν του οποίου γίνονται πανηγυρικές εκδηλώσεις [[κατά]] την [[ημέρα]] της εορτής του<br /><b>μσν.</b><br />[[προσωνυμία]] του Αδάμ ως φύλακα του παραδείσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />-ον, Α<br />αυτός που έχει ψαρά μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολιός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm