Anonymous

σιδηρόπληκτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "( " to "("
(1b)
m (Text replacement - "( " to "(")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sidiropliktos
|Transliteration C=sidiropliktos
|Beta Code=sidhro/plhktos
|Beta Code=sidhro/plhktos
|Definition=Dor. σῐδηρό-πλακτος, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">smitten by iron</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>911</span> (lyr.).</span>
|Definition=Dor. [[σιδηρόπλακτος]], ον, [[smitten by iron]], A.''Th.''911 (lyr.).
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σῐδηρόπληκτος''': Δωρ. -πλακτος, ον, ὁ ὑπὸ σιδήρου πληγείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 911.
|elnltext=σιδηρόπληκτος -ον [σίδηρος, πλήττω (πλήσσω)] [[door ijzer geslagen]].
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηρόπληκτος:''' дор. σῐδᾱρόπλακτος 2 сраженный железом Aesch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. σιδαρόπλακτος, -ον, Α<br /><b>1.</b> ο χτυπημένος με σίδηρο, αυτός που υπέστη πληγές από σίδηρο, [[δηλαδή]] από [[ξίφος]]<br /><b>2.</b> αυτός που σκάφτηκε από σιδερένια [[σκαπάνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- / <i>σιδαρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κεραυνό</i>-<i>πληκτος</i>].
|mltxt=και δωρ. τ. σιδαρόπλακτος, -ον, Α<br /><b>1.</b> ο χτυπημένος με σίδηρο, αυτός που υπέστη πληγές από σίδηρο, [[δηλαδή]] από [[ξίφος]]<br /><b>2.</b> αυτός που σκάφτηκε από σιδερένια [[σκαπάνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- / <i>σιδαρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), [[πρβλ]]. [[κεραυνόπληκτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῐδηρόπληκτος:''' Δωρ. -πλακτος, <i>-ον</i>, πληγωμένος από [[σίδερο]], δηλ. από [[ξίφος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''σῐδηρόπληκτος:''' Δωρ. -πλακτος, <i>-ον</i>, πληγωμένος από [[σίδερο]], δηλ. από [[ξίφος]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σῐδηρόπληκτος:''' дор. σῐδᾱρόπλακτος 2 сраженный железом Aesch.
|lstext='''σῐδηρόπληκτος''': Δωρ. -πλακτος, ον, ὁ ὑπὸ σιδήρου πληγείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 911.
}}
{{elnl
|elnltext=σιδηρόπληκτος -ον [σίδηρος, πλήττω ( πλήσσω )] door ijzer geslagen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῐδηρό-πληκτος, δοριξ -πλακτος, ον,<br />smitten by [[iron]], Aesch.
|mdlsjtxt=σῐδηρό-πληκτος, δοριξ -πλακτος, ον,<br />smitten by [[iron]], Aesch.
}}
}}