Anonymous

ἱερατευματικός: Difference between revisions

From LSJ
1ab
(5)
(1ab)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱερᾱτευματικός:''' -ή, -όν, [[ιερατικός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἱερᾱτευματικός:''' -ή, -όν, [[ιερατικός]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἱερᾱτευματικός, ή, όν<br />[[priestly]], Plut. [from ἱερᾱτεύω]
}}
}}