Anonymous

διοπεύω: Difference between revisions

From LSJ
1ab
(4)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διοπεύω:''' έχω την [[επιστασία]], έχω την [[επίβλεψη]] της φόρτωσης ενός πλοίου, [[παρά]] Δημ.
|lsmtext='''διοπεύω:''' έχω την [[επιστασία]], έχω την [[επίβλεψη]] της φόρτωσης ενός πλοίου, [[παρά]] Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to be in [[charge]] of a [[ship]], ap. Dem. [from [[δίοπος]]
}}
}}