Anonymous

ὁμόκληρος: Difference between revisions

From LSJ
1ba
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόκληρος:''' Δωρ. -κλᾱρος, ὁ, αυτός που έχει ίσο [[μερίδιο]] μιας κληρονομιάς, [[συγκληρονόμος]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ὁμόκληρος:''' Δωρ. -κλᾱρος, ὁ, αυτός που έχει ίσο [[μερίδιο]] μιας κληρονομιάς, [[συγκληρονόμος]], σε Πίνδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁμό-κληρος, δοριξ ὁμό-κλᾱρος, ὁ,<br />one who has an [[equal]] [[share]] of an [[inheritance]], a coheir, Pind.
}}
}}