Anonymous

ἀποπλάζω: Difference between revisions

From LSJ
1a
m (Text replacement - "|" to "|")
(1a)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπλάζω:''' μέλ. -[[πλάγξω]], [[βγάζω]] κάποιον από τον δρόμο του, τον [[ξεστρατίζω]], τον [[αποπλανώ]], <i>τινός</i>, Απολλ. Ρόδ. — Παθ., αόρ. αʹ <i>-επλάχθην</i>, πλανιέμαι [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] μου, <i>σῆς πατρίδος</i>, [[Τροίηθεν]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπὸ θώρηκος ἀποπλαγχθείς</i>, έχοντας εξοστρακισθεί από τον θώρακα, λέγεται για [[βέλος]], στο ίδ.· απόλ., [[τρυφάλεια]] ἀποπλαγχθεῖσα, [[περικεφαλαία]] που δέχθηκε [[χτύπημα]] και εκτινάχθηκε από το [[κεφάλι]], στο ίδ.
|lsmtext='''ἀποπλάζω:''' μέλ. -[[πλάγξω]], [[βγάζω]] κάποιον από τον δρόμο του, τον [[ξεστρατίζω]], τον [[αποπλανώ]], <i>τινός</i>, Απολλ. Ρόδ. — Παθ., αόρ. αʹ <i>-επλάχθην</i>, πλανιέμαι [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] μου, <i>σῆς πατρίδος</i>, [[Τροίηθεν]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπὸ θώρηκος ἀποπλαγχθείς</i>, έχοντας εξοστρακισθεί από τον θώρακα, λέγεται για [[βέλος]], στο ίδ.· απόλ., [[τρυφάλεια]] ἀποπλαγχθεῖσα, [[περικεφαλαία]] που δέχθηκε [[χτύπημα]] και εκτινάχθηκε από το [[κεφάλι]], στο ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[lead]] [[astray]] from, τινός Apoll.:—Pass., to [[stray]] [[away]] from, σῆς πατρίδος, [[Τροίηθεν]] Od.; ἀπὸ θώρηκος ἀποπλαγχθείς having glanced off from the breastplate, of an [[arrow]], Od.; absol. [[τρυφάλεια]] ἀποπλαγχθεῖσα a [[helm]] struck off or falling from the [[head]], Od.
}}
}}