Anonymous

προσδοκία: Difference between revisions

From LSJ
1b
(nl)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προσδοκία -ας, ἡ [προσδοκάω] verwachting; in positieve zin; τῆς ἀσφαλείας... ἔχει προσδοκίαν hij heeft hoop op een veilig heenkomen Dem. 18.281; in negatieve zin. δέος γὰρ εἶναι προσδοκίαν μέλλοντος κακοῦ want angst is de verwachting van dreigend onheil Plat. Lach. 198b; προσδοκίαν παρέχειν verwachtingen scheppen Thuc. 7.12.4; ἦν... προσδοκία οὐδεμία μὴ ἄν ποτε οἱ πολέμιοι... ἐπιπλεύσειαν niemand verwachtte dat de vijand er ooit heen zou varen Thuc. 2.93.3; αἰεὶ προσδοκίας οὔσης μή τι... νεωτερίσωσιν omdat er constant vrees was dat ze in opstand zouden komen Thuc. 5.14.3; πρὸς προσδοκίαν volgens verwachting Thuc. 6.63.2 = κατὰ τὴν προσδοκίαν Plat. Sph. 264b.
|elnltext=προσδοκία -ας, ἡ [προσδοκάω] verwachting; in positieve zin; τῆς ἀσφαλείας... ἔχει προσδοκίαν hij heeft hoop op een veilig heenkomen Dem. 18.281; in negatieve zin. δέος γὰρ εἶναι προσδοκίαν μέλλοντος κακοῦ want angst is de verwachting van dreigend onheil Plat. Lach. 198b; προσδοκίαν παρέχειν verwachtingen scheppen Thuc. 7.12.4; ἦν... προσδοκία οὐδεμία μὴ ἄν ποτε οἱ πολέμιοι... ἐπιπλεύσειαν niemand verwachtte dat de vijand er ooit heen zou varen Thuc. 2.93.3; αἰεὶ προσδοκίας οὔσης μή τι... νεωτερίσωσιν omdat er constant vrees was dat ze in opstand zouden komen Thuc. 5.14.3; πρὸς προσδοκίαν volgens verwachting Thuc. 6.63.2 = κατὰ τὴν προσδοκίαν Plat. Sph. 264b.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προσδοκία]], ἡ, [[προσδοκάω]]<br /><b class="num">1.</b> a looking for, [[expectation]], μέλλοντος κακοῦ, θανάτου Plat.:—absol. Dem.:—foll. by a relat. [[word]], [[προσδοκία]] ἦν μὴ . . or μὴ οὐ . . , Thuc.; προσδοκίαν παρέχειν ὡς . . , Thuc.<br /><b class="num">2.</b> with Preps., πρὸς προσδοκίαν according to [[expectation]], Thuc.
}}
}}