Anonymous

δολορράφος: Difference between revisions

From LSJ
1ab
(4)
(1ab)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δολορράφος:''' [ᾰ], -ον ([[ῥάπτω]]), αυτός που μηχανεύεται δόλους.
|lsmtext='''δολορράφος:''' [ᾰ], -ον ([[ῥάπτω]]), αυτός που μηχανεύεται δόλους.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δολορ-ρά˘φος, ον <i>adj</i> [[ῥάπτω]]<br />[[contriving]] wiles.
}}
}}