Anonymous

ἀναείρω: Difference between revisions

From LSJ
1a
(2)
(1a)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναείρω:''' μόνο στον ενεστ. και παρατ. [[ανασηκώνω]], λέγεται για [[παλαιστή]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[μεταφέρω]], [[απομακρύνω]], <i>τάλαντα</i>, στο ίδ.
|lsmtext='''ἀναείρω:''' μόνο στον ενεστ. και παρατ. [[ανασηκώνω]], λέγεται για [[παλαιστή]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[μεταφέρω]], [[απομακρύνω]], <i>τάλαντα</i>, στο ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=only in pres. and imperf.; [[ἀναερτάω]] is a lengthd. [[form]] of ἀν-αείρω, Anth.]<br />to [[lift]] up, of a [[wrestler]], Il.; to [[carry]] off, τάλαντα Il.
}}
}}