Anonymous

ἀντιπροσεῖπον: Difference between revisions

From LSJ
1a
(3)
(1a)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιπροσεῖπον:''' χρησιμ. ως αόρ. βʹ του [[ἀντιπροσαγορεύω]], σε Θεόφρ.· Παθ. αόρ. αʹ ἀντι-[[προσερρήθην]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀντιπροσεῖπον:''' χρησιμ. ως αόρ. βʹ του [[ἀντιπροσαγορεύω]], σε Θεόφρ.· Παθ. αόρ. αʹ ἀντι-[[προσερρήθην]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀντιπροσαγορεύω]]<br />serving as aor2 to [[ἀντιπροσαγορεύω]], Theophr.: aor1 [[pass]]. [[ἀντιπροσερρήθην]], Xen.
}}
}}