Anonymous

ἀσκητέος: Difference between revisions

From LSJ
1a
(3)
(1a)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσκητέος:''' -α, -ον, ρηματ. επίθ. του [[ἀσκέω]]·<br /><b class="num">I.</b> που πρέπει να εξασκηθεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἀσκητέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να ασκήσει, <i>σοφίαν</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀσκητέος:''' -α, -ον, ρηματ. επίθ. του [[ἀσκέω]]·<br /><b class="num">I.</b> που πρέπει να εξασκηθεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἀσκητέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να ασκήσει, <i>σοφίαν</i>, σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀσκέω]]<br /><b class="num">I.</b> to be [[practised]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> ἀσκητέον, one must [[practise]], σοφίαν Plat.
}}
}}