Anonymous

διάρρυτος: Difference between revisions

From LSJ
1a
(4)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάρρῠτος:''' -ον, [[κατάρρυτος]], αυτός που τέμνεται, διαβρέχεται από ποτάμια, σε Στράβ.
|lsmtext='''διάρρῠτος:''' -ον, [[κατάρρυτος]], αυτός που τέμνεται, διαβρέχεται από ποτάμια, σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adj</i><br />intersected by streams, Strab.
}}
}}