Anonymous

δικαιολογέομαι: Difference between revisions

From LSJ
1a
(4)
(1a)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐκαιολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδικαιολογησάμην</i> ή <i>ἐδικαιολογήθην</i> ([[λόγος]])·<br /><b class="num">I.</b> αποθ., [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου [[μπροστά]] στον δικαστή, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> στην Ενεργ., <i>οἱ δικαιολογοῦντες</i>, δικηγόροι, υπερασπιστές, συνήγοροι, σε Λουκ.
|lsmtext='''δῐκαιολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδικαιολογησάμην</i> ή <i>ἐδικαιολογήθην</i> ([[λόγος]])·<br /><b class="num">I.</b> αποθ., [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου [[μπροστά]] στον δικαστή, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> στην Ενεργ., <i>οἱ δικαιολογοῦντες</i>, δικηγόροι, υπερασπιστές, συνήγοροι, σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λόγος]]<br /><b class="num">I.</b> Dep. to [[plead]] one's [[cause]] [[before]] the [[judge]], Aeschin.<br /><b class="num">II.</b> in Act., οἱ δικαιολογοῦντες advocates, Luc.
}}
}}