Anonymous

δουρηνεκής: Difference between revisions

From LSJ
1ab
(4)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δουρηνεκής:''' -ές ([[ἐνεγκεῖν]]), αυτός που έχει [[απόσταση]] ίση με [[μία]] [[βολή]] [[δόρατος]]· μόνο σε ουδ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''δουρηνεκής:''' -ές ([[ἐνεγκεῖν]]), αυτός που έχει [[απόσταση]] ίση με [[μία]] [[βολή]] [[δόρατος]]· μόνο σε ουδ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δουρ-ηνεκής, ές <i>adj</i> [[ἐνεγκεῖν]]<br />a [[spear]]'s [[throw]] off or [[distant]], only in neut. as adv., Il.
}}
}}