3,276,901
edits
(4) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δουρηνεκής:''' -ές ([[ἐνεγκεῖν]]), αυτός που έχει [[απόσταση]] ίση με [[μία]] [[βολή]] [[δόρατος]]· μόνο σε ουδ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''δουρηνεκής:''' -ές ([[ἐνεγκεῖν]]), αυτός που έχει [[απόσταση]] ίση με [[μία]] [[βολή]] [[δόρατος]]· μόνο σε ουδ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δουρ-ηνεκής, ές <i>adj</i> [[ἐνεγκεῖν]]<br />a [[spear]]'s [[throw]] off or [[distant]], only in neut. as adv., Il. | |||
}} | }} |