Anonymous

εἰσγράφω: Difference between revisions

From LSJ
1ab
(4)
(1ab)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσγράφω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ψω</i>, [[εγγράφω]], [[καταγράφω]] — Μέσ., ἐς [[τὰς]] σπονδὰς εἰσγράψασθαι, να εγγράφομαι (ως [[επιγραφή]]) πάνω σε ή να [[γίνομαι]] [[δεκτός]] σε ένα συνασπισμό, [[μία]] [[συμμαχία]], σε Θουκ.
|lsmtext='''εἰσγράφω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ψω</i>, [[εγγράφω]], [[καταγράφω]] — Μέσ., ἐς [[τὰς]] σπονδὰς εἰσγράψασθαι, να εγγράφομαι (ως [[επιγραφή]]) πάνω σε ή να [[γίνομαι]] [[δεκτός]] σε ένα συνασπισμό, [[μία]] [[συμμαχία]], σε Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[write]] in, [[inscribe]]:—Mid., ἐς τὰς σπονδὰς εἰσγράψασθαι to [[have]] [[oneself]] written or [[received]] [[into]] the [[league]], Thuc.
}}
}}