Anonymous

ἐκπτοέω: Difference between revisions

From LSJ
1ab
(4)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπτοέω:''' μέλ. <i>—ήσω</i> = το προηγ., σε Τζέτζ. — Παθ., καταλαμβάνομαι από θαυμασμό ή φόβο, καταπλήσσομαι, [[τρομάζω]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐκπτοέω:''' μέλ. <i>—ήσω</i> = το προηγ., σε Τζέτζ. — Παθ., καταλαμβάνομαι από θαυμασμό ή φόβο, καταπλήσσομαι, [[τρομάζω]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />= [[ἐκπτήσσω]] Tzetz.:—Pass. to bestruck with [[admiration]], Eur.
}}
}}