Anonymous

ἐμπορευτέα: Difference between revisions

From LSJ
1ab
(4)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπορευτέα:''' ρημ. επίθ., αυτή που πρέπει [[κάποιος]] να βηματίσει ή να διαβεί, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐμπορευτέα:''' ρημ. επίθ., αυτή που πρέπει [[κάποιος]] να βηματίσει ή να διαβεί, σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἐμπορεύομαι]] <i>adj</i> verb. adj. of [[ἐμπορεύομαι]]<br />one must go or [[tramp]], Ar.
}}
}}