Anonymous

ἐνδοιαστός: Difference between revisions

From LSJ
1ab
(4)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδοιαστός:''' -ή, -όν, [[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]], [[διστακτικός]], [[αναποφάσιστος]]· επίρρ. <i>-τῶς</i>, με δισταγμό, [[προθύμως]], σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''ἐνδοιαστός:''' -ή, -όν, [[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]], [[διστακτικός]], [[αναποφάσιστος]]· επίρρ. <i>-τῶς</i>, με δισταγμό, [[προθύμως]], σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐνδοιαστός]], ή, όν <i>adj</i> [from [[ἐνδοιάζω]]<br />[[doubtful]], [[ambiguous]]: adv. -τῶς, [[doubtfully]], [[προθύμως]] Hdt., Thuc.
}}
}}