Anonymous

ἐνωπή: Difference between revisions

From LSJ
1ab
(4)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνωπή:''' ἡ (ὤψ), [[πρόσωπο]], [[μορφή]], δοτ. <i>ἐνωπῇ</i>, ως επίρρ., κατά [[πρόσωπο]], ανοιχτά, [[φανερά]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐνωπή:''' ἡ (ὤψ), [[πρόσωπο]], [[μορφή]], δοτ. <i>ἐνωπῇ</i>, ως επίρρ., κατά [[πρόσωπο]], ανοιχτά, [[φανερά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐν-ωπή, ἡ, <i>n</i> [ὤψ]<br />the [[face]], [[countenance]], dat. ἐνωπῇ as adv., [[before]] the [[face]], [[openly]], Il.
}}
}}