Anonymous

ἐρυθραίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
1ab
(4)
 
(1ab)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρυθραίνομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] [[κόκκινος]], [[αναψοκοκκινίζω]], [[κοκκινίζω]] από [[ντροπή]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐρυθραίνομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] [[κόκκινος]], [[αναψοκοκκινίζω]], [[κοκκινίζω]] από [[ντροπή]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Pass. to [[become]] red, to [[blush]], Xen.
}}
}}