Anonymous

εὐπερίσπαστος: Difference between revisions

From LSJ
1ab
(4)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπερίσπαστος:''' -ον ([[περισπάω]]), αυτός που εύκολα μπορεί να αποσπαστεί και να συρθεί, σε Ξεν.
|lsmtext='''εὐπερίσπαστος:''' -ον ([[περισπάω]]), αυτός που εύκολα μπορεί να αποσπαστεί και να συρθεί, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-περίσπαστος, ον [[περισπάω]]<br />[[easy]] to [[pull]] [[away]], Xen.
}}
}}