Anonymous

προσχρίμπτω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσχρίμπτω:''' Δωρ. ποτι-, μέλ. <i>-ψω</i>, [[έρχομαι]] κοντά, [[αγγίζω]], [[πλησιάζω]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''προσχρίμπτω:''' Δωρ. ποτι-, μέλ. <i>-ψω</i>, [[έρχομαι]] κοντά, [[αγγίζω]], [[πλησιάζω]], σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=doric ποτι fut. ψω<br />to [[come]] near, Aesch.
}}
}}