Anonymous

στερρόγυιος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στερρόγυιος:''' -ον ([[γυῖον]]), αυτός που έχει [[δυνατά]], εύρωστα [[μέλη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''στερρόγυιος:''' -ον ([[γυῖον]]), αυτός που έχει [[δυνατά]], εύρωστα [[μέλη]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στερρό-γυιος, ον, [[γυῖον]]<br />with [[strong]] limbs, Anth.
}}
}}