Anonymous

συνεπιλαμβάνομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπιλαμβάνομαι:'''<b class="num">I. 1.</b> Μέσ., [[συμμετέχω]] σε [[κάτι]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]] από κοινού με άλλους, [[συνεπικουρώ]], με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>συνεπιλαμβάνομαί τινί τινος</i>, [[συμβάλλω]] από κοινού σε [[κάτι]] ή [[βοηθώ]] κάποιον σε [[κάτι]], [[συνεργώ]], [[συμπράττω]], σε Λουκ.· <i>συνεπιλαμβάνομαί τινι τοῦ φόβου</i>, συμβάλω στην [[αύξηση]] του φόβου, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., [[παίρνω]] το [[μέρος]] κάποιου, τον [[υποστηρίζω]] ή τον υπερασπίζομαι, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ. με την [[ίδια]] [[σημασία]], <i>λόγῳ καὶ ἔργῳ συνεπιλαμβάνειν τινί</i>, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]] από κοινού με κάποιον τόσο στα [[λόγια]] όσο και στα έργα, σε Θουκ.
|lsmtext='''συνεπιλαμβάνομαι:'''<b class="num">I. 1.</b> Μέσ., [[συμμετέχω]] σε [[κάτι]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]] από κοινού με άλλους, [[συνεπικουρώ]], με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>συνεπιλαμβάνομαί τινί τινος</i>, [[συμβάλλω]] από κοινού σε [[κάτι]] ή [[βοηθώ]] κάποιον σε [[κάτι]], [[συνεργώ]], [[συμπράττω]], σε Λουκ.· <i>συνεπιλαμβάνομαί τινι τοῦ φόβου</i>, συμβάλω στην [[αύξηση]] του φόβου, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., [[παίρνω]] το [[μέρος]] κάποιου, τον [[υποστηρίζω]] ή τον υπερασπίζομαι, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ. με την [[ίδια]] [[σημασία]], <i>λόγῳ καὶ ἔργῳ συνεπιλαμβάνειν τινί</i>, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]] από κοινού με κάποιον τόσο στα [[λόγια]] όσο και στα έργα, σε Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> Mid. to [[take]] [[part]] in [[together]], [[have]] a [[share]] in, partake in, c. gen. rei, Hdt., Thuc.: ς. τινί τινος to [[take]] [[part]] with or [[assist]] one in a [[thing]], Luc.; ς. τινι τοῦ φόβου to [[contribute]] [[towards]] increasing [[their]] [[fear]], Thuc.<br /><b class="num">2.</b> c. gen. pers. to [[take]] the [[part]] of, Plut.<br /><b class="num">II.</b> Act. in [[same]] [[sense]], λόγῳ καὶ ἔργῳ συνεπιλαμβάνειν τινί to [[take]] [[part]] with him in [[word]] and [[deed]], Thuc.
}}
}}