Anonymous

τράγειος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τράγειος:''' -α, -ον ([[τράγος]]), τραγίσιος, αυτός που προέρχεται από τράγο· <i>ἡτραγείη</i> (ενν. [[δορά]]), το [[δέρμα]] τράγου, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''τράγειος:''' -α, -ον ([[τράγος]]), τραγίσιος, αυτός που προέρχεται από τράγο· <i>ἡτραγείη</i> (ενν. [[δορά]]), το [[δέρμα]] τράγου, σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τράγειος]], η, ον [[τράγος]]<br />of or from a he-[[goat]]: ὁ τραγείη (sc. [[δορά]]) a [[goat]]'s [[skin]], Theocr.
}}
}}