Anonymous

ὑβριστέος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑβριστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που μπορεί να προσβληθεί, σε Δημ.
|lsmtext='''ὑβριστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που μπορεί να προσβληθεί, σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑβριστέος]], η, ον, verb. adj. from [[ὑβρίζω]]<br />that may be insulted, Dem.
}}
}}