3,251,689
edits
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φυλλόστρωτος:''' -ον, στρωμένος ή καλυμμένος με φύλλα, σε Ευρ.· επίσης δοτ. <i>φυλλοστρῶτι</i> (όπως από <i>φυλλο-στρώς</i>), σε Θεόκρ. | |lsmtext='''φυλλόστρωτος:''' -ον, στρωμένος ή καλυμμένος με φύλλα, σε Ευρ.· επίσης δοτ. <i>φυλλοστρῶτι</i> (όπως από <i>φυλλο-στρώς</i>), σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φυλλό-στρωτος, ον,<br />strewed or [[covered]] with leaves, Eur.:—also dat. φυλλοστρῶτι (as if from φυλλο-στρώσ), Theocr. | |||
}} | }} |